Sunday, July 21, 2019

Thursday, May 12, 2016

Το όνειρο του μαθηματικού

Όταν τετραγώνισαν τον κύκλο
το όνειρο του μαθηματικού εξεγέρθηκε.
Έκλεισαν τότε ερμητικά κάθε σχισμή
να μην μπορέσει η φωνή να ηχήσει.
Έκοψαν προσεχτικά κάθε παρακλάδι
ώστε να πετύχουν το άψογο, απόρθητο σχήμα...

Εκείνη σαν χαμαιλέοντας
άλλαζε συνεχώς μορφή για να του μοιάσει.
Έτσι, παίρνοντας το σώμα του,
τις χειρονομίες του, τις συνήθειές του
πια τον έφερνε κοντά της...

Πίστευε ακόμη μέσα της
ότι θα μπορούσε να τον ξεγελάσει
και να την νομίσει ως εαυτό του.
Έτσι θα ανέτρεπε το ολέθριο σχέδιό του.

Sunday, May 8, 2016

Ο Βράχος και το κύμα

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανταριασμένο
λέγει στον βράχο ένα πρωί θολό, συννεφιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που είναι νεκρά και κρύα
και φώλιασε και κούρνιασε κι ας γίνει τρικυμία...»

Κι ο βράχος μόλις το άκουσε εσείστηκε με μιας
και αμέσως το κατάλαβε πως 'ρχότανε μπελάς
και πήρε πόδι και έφυγε από την παραλία
το κύμα άφησε μόνο του, την αγκαλιά του κρύα...

Μα η ιστορία αυτή κι αν τέλειωσε για τον μεγάλο βράχο
το κύμα το επηρέασε απ' τον αφρό ως τον πάτο
τον βράχο παντού εγύρευε να βρει να του φωλιάσει
και όταν δεν τον έβρισκε στα σπλάχνα του είχε βράση
και πήγαινε και ερχότανε απ' το πρωί ως το βράδυ
γιαλό - γιαλό κουνιότανε δεν έκανε στην άκρη.

Ο βράχος, πάει τελείωσε. Έφυγε για χαρά του!
Το κύμα όμως αρνιότανε να χάσει τη θωριά του.
Τα βράδια σαν κοιμότανε του κράταγε το χέρι
και το πρωί σαν ξύπναγε ελύσσαγε στο καρτέρι
κι αν στα όνειρά του έλουζε τον βράχο φυσαλίδες
στα αλήθεια έμεναν στεγνές του βράχου οι πεταλίδες.

Μα ένα βράδυ ζοφερό ο βράχος ξεραμένος
στεκότανε μπρος στα κύματα και προβληματισμένος
μέσα του αναρωτιότανε τι πλέον θα απογίνει
από θαλάσσιος βράχος που ήτανε αν στην στεριά ξεμείνει;
Να κάτσουν πάνω του άραγε διάφορα φυτά
ο βράχος φανταζότανε, να έρχονται τα πουλιά
και έτσι να αναπληρώσουνε τον δρόσο από το κύμα
να ζωντανέψει αυτός ξανά, να μπει στο νέο κλίμα;
Ή αντιθέτως να βρεθεί ο καλοθελητής
που με μπαρούτι τον βράχο ευθύς θα ρίξει καταγής
και δίχως διόλου σεβασμό να σπάσει σε κομμάτια
να τον ξεκάνει δηλαδή, να φράξει τα χωράφια;

Κι επειδή ο βίος που άγουμε είναι και τραγικός
το δεύτερο εσυνέβησε και έγινε ο βράχος φως
ένα βράδυ που ρίξανε στα σπλάχνα του φωτιά
ο βράχος στα δύο άνοιξε και φώτισε η νυχτιά 
και ύστερα σκορπίστηκε σε βότσαλα και άμμο
στην παραλία απόθανε το βράδυ εκείνο ο βράχος.

Ήρθε το κύμα το πρωί να ψάχνει να τον βρει
αμέσως παρατήρησε το αμμόστρωμα ναν παχύ
ότι τα βότσαλα στη θάλασσα είχαν μια λάμψη αχνή
και ότι κάτι εθύμιζαν από οικεία εποχή.
Και γύρισε και κοίταξε το κύμα προς τα εκεί
που ο βράχος παλιά εθέριευε με όψη θεϊκή
και μόλις το κύμα αντίκρισε το αβάστακτο κενό
απ' τη στιγμή εκείνη έμεινε για πάντοτε βουβό.

Κι αν πάτε να το βρείτε εκεί στη μαύρη παραλία,
που είναι ακίνητη, στιλπνή, αρχαία τραγωδία,
θα νιώσετε έναν ήχο αχνό μέσα από τον βυθό,
και από την άμμο ανάσα υπόκωφη, υπόγειο βρυχηθμό...

Thursday, May 5, 2016

ΕΓΕΡΘΗΤΙ!

Χαλκέντερος οστρογότθος
απαράμιλλα ευθύς
ελικνίζετο αμετάκλητα
λοιδορώντας τα επάργυρα.

Συνήχθησαν εις περίγυρον
Εν ήμισυ δωδεκάς νεανίσκοι
Επιχειρώντας αυτόν επεπτώκειν
Ατιμάζουσι αυτοίς απράγμων.

Εν κατακλείδι, οξύμωρα βρέφη
ετελετούργησαν αλλότρια ήθη
και περιγελώντας μακάβρια
φρούδα ελπίδος κλίνη,

επιχείρησαν το ανείπωτο:
έτεμον του οστρογότθου
τα μείζωνα μήδεια
και τον εσίτισαν αυτοίς.

Ω! εγέρθητι!
Κλαυσίγελε Πάνα,
τούτη εστί νέμεσις
ανδρός ανδροίν...

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ακούραστος γερμανός
τρομερά ντόμπρος
κουνιόταν μοιραία
σνομπάροντας τα χρήματα.

Πλησίασαν γύρω του
μισή ντουζίνα νεαροί
προσπάθησαν να του την πέσουν,
αλλά ντροπιάστηκαν άπραγοι.

Τελικά, πράττοντας παιδιάστικά
χρησιμοποίησαν ανάρμοστα ήθη
και περιγελώντας μακάβρια
το χωρίς ελπίδα κρεβάτι τους,

τόλμησαν το ανείπωτο:
έκοψαν του γερμανού
το πελώριο π$%^&
και του το τάισαν.

Ω! σηκωθείτε!
Τραγελαφικέ Πάνα
αυτή είναι η εκδίκηση
ενός άνδρα προς άνδρα..

Sunday, May 1, 2016

13 Φεβρουαρίου 2004 του Έρωτα...



πόση δύναμη και πόση αδυναμία,
πόση γνώση και πόση απειρία,
πόση έλλειψη και πόση υπερβολή,
έχει του Έρωτα η πρώτη αναλαμπή!

και λαχταράς να αφήνεσαι σαν κύμα,
που σκάει στα στήθη του για ένα του φιλί,
κι εξερευνάς παράτολμη μαγεία
που κάνει αιώνια εκείνη τη στιγμή...

πόση βούληση, πόση μοιρολατρία,
πόση χαρά, πόση μελαγχολία,
πόση βιασύνη και πόση αναμονή,
έχει του Έρωτα η πρώτη αναλαμπή!

και λαχταράς να αφήνεσαι σαν κύμα,
που σκάει στα στήθη του για ένα του φιλί,
κι εξερευνάς παράτολμη μαγεία
που κάνει αιώνια εκείνη τη στιγμή...

Thursday, April 21, 2016

Σιωπή

Για σένα δε θα γράψω κανένα ποίημα.
Όλο μέσα μου θα το κρατήσω...
ανέγγιχτο, ανεπεξέργαστο, πρωτόγονο.
Έτσι ελπίζω να κρατήσω το χρόνο,
να διατηρήσω την μνήμη,
να νικήσω το κενό.

Friday, April 15, 2016

Οι γυάλες

Όταν μπήκες στον κόσμο μου ήσουν ένας άγνωστος...
Ένα σημείο, κι όλο μεγάλωνες μέχρι που έφτασες τις ανθρώπινες διαστάσεις.
Συμπαγές σώμα, ένα πρόσωπο κολλημένο σε ένα κεφάλι, πάνω στους ώμους,
κορμός, χέρια πόδια... αισθητήρια, φωνή, μυρωδιά...
Κάποιες φορές ένιωθα όλη αυτή η συμπαγής ύλη σου να ταλαντώνεται,
σαν να την διαπερνά μια παράξενη ενέργεια:
Γινόσουν τότε λίγο πιο διαφανής, ρευστός, τα όριά σου συγκεχυμένα,
κάποτε μάλιστα αυτή η αίσθηση έγινε τόσο έντονη, που έμοιαζε
να είχες γίνει ένα με το περιβάλλον.
Έτσι κι εγώ δίπλα σου είχα αφεθεί να υπάρχω μέσα από το γύρω μου.
Αγγιχθήκαμε τυχαία δειλά και έπειτα ένιωσα ότι μπορούμε να υπάρχουμε
Ο ένας μέσα στον άλλο, μιας που δεν υπήρχαν τα όρια του σώματος να μας
διαχωρίζουν -ή και αν ακόμη υπήρχαν, δεν τους έδινα σημασία, δεν με ένοιαζαν.
Έζησα ένα διάστημα παραδείσιο έτσι, με τη βροχή να τρέχει εκτός μου και εντός μου.
Η αίσθηση κράτησε λίγο ακόμη, μέχρι που άρχισα να νιώθω εκείνη την παράξενη
 απογοήτευση, όταν το όνειρο καταρρέει και το διαδέχεται η πραγματικότητα:
κάτι από το χρώμα είχε χαθεί, είχε ξεφτίσει, κάτι είχε εγκαταλείψει...
Όταν σε ξανασυνάντησα ήσουν ασυνήθιστα συμπαγής και στιβαρός,
τίποτε δεν έμοιαζε να μπορεί να σε διαπεράσει.
Προσπάθησα ύπουλα να περάσω μέσα σου, άλλα έμοιαζε να χτυπώ σε βράχο.
Τόσο δυνατά, που πόνεσε το κεφάλι μου.
Θύμωσα, αλλά τίποτε δεν γινόταν... όλα μάταια.
Σε εκείνον τον απότομο διαχωρισμό, η πραγματικότητα διεκδίκησε
και νίκησε, το όνειρο αποτραβήχτηκε ηττημένο, πληγωμένο,
να ουρλιάζει σαν τρελό τη νύχτα, να το περιγελούν νομίζοντάς το για παραίσθηση.
Ούτε ο ίδιος ο βράχος έμεινε για πολλύ να θυμίζει το τι έγινε,
-μοναδική απόδειξη ότι όλο αυτό δεν ήταν μια φαντασίωση του νου μου.
Άρχισες να μικραίνεις, να σπας σε κομμάτια...
σιγά - σιγά έγινες λεπτή άμμος και βρέθηκα να κοιτώ σα χαμένη την έρημο,
μια έρημο ήσυχη, σιωπηλή, απέραντη, αθώα...
Θα έμεινα ώρες, μέρες εκεί, να κοιτώ απελπισμένη το κενό...
Η ανάσες μου μαζεύτηκαν -ήμουν βλέπεις κλεισμένη σε γυάλα τόσον καιρό-
έγιναν υδρατμοί, ξέσπασε αέρας, καταιγίδα.
Ήταν θυμός; ήταν φυσικό φαινόμενο; Δεν ξέρω.
Η βροχή έσπασε το γυαλί, η έρημος χάθηκε, βρέθηκα στο κενό.
Γύρω μου άλλες γυάλες, τρεμόπαιζαν ετοιμόρροπες.
Οι ένοικοί τους ούτε που υποψιάζονταν την τρομερή επερχόμενη καταστροφή τους.
Χαμογέλασα πικρά, κολύμπησα στο κενό και βούτηξα ανόρεκτα
στην επόμενη κενή γυάλα που βρέθηκε μπροστά μου...
ξέχασα, άνοιξα τα μάτια, όλα φαινόντουσαν άγνωστα και κάπως φυσιολογικά.

Tuesday, March 15, 2016

Utopia is the body

Η μόνη ουτοπία είναι το σώμα 
-ούτε η σκέψη, δεν είναι αρκετή, 
ούτε η αναπαράσταση μπορεί να την περιγράψει. 
Ο έρωτας είναι μια σκόπιμη ουτοπία: 
σύμβαση ηθελημένη, συνειδητή μυθοποίηση, 
ελεγχόμενη τρέλα, 
που όμως πρέπει να την πιστέψεις ώστε να απελευθερωθείς.
Όσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη την ελευθερία, 
τόσο θα ερωτεύεται...

Friday, March 4, 2016

Ναρκισσισμός


Ολοένα και περισσότερο συχνά σκέφτομαι τον ναρκισσισμό: πόσο πολύ μοιάζει με τη νιότη και πόσο δύσκολα τον εγκαταλείπεις όταν φτάσει εκείνη η στιγμή που οι περιστάσεις το απαιτούν. Τότε, χωρίς ναρκισσισμό νιώθεις μια απογοήτευση, μια ήττα. Αν όμως τον κρατήσεις ζωντανό παρά τα γεγονότα γίνεσαι γραφικός τύπος. Μα και πριν… κατά τη νιότη: επί σειρά ετών έπαιρνα μαθήματα ώστε να εγκαταλείψω τον ναρκισσισμό μου: υπερβολικός μου έλεγαν, δεν θα σε πάει μπροστά και έτσι σιγά – σιγά έμαθα να τον αφήνω πίσω μου μέχρι που ξύπνησα μια μέρα το πρωί, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και ένιωσα ότι μπροστά μου δεν υπήρχε τίποτε διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο. Πώς να αγαπήσεις το μη ξεχωριστό;

Monday, November 16, 2015

Εσύ... που ήσουν τόσο αληθινός

Δεν είναι το σώμα σου αυτό που αγγίζω με κάθε μου σκέψη,
δεν είναι τα χείλη σου που χαϊδεύω νοητά με τα δάχτυλά μου και φιλώ,
δεν είναι το δέρμα σου που σέρνω σαν την ανάσα πάνω του τον πόθο μου…
είναι κάτι άυλο αυτό που αγγίζω, χαϊδεύω, ανασαίνω.
Βρίσκεται στα μάτια σου, την ώρα που αντικρίζεις τα δικά μου και βλέπω μέσα τους
αυτό που βλέπουν και τα δικά σου μάτια μέσα στα δικά μου.
Όπως κάθε βράδυ, έτσι και σήμερα, θα σε φανταστώ λίγο πριν πέσει η συνείδηση
στον λήθαργο της νύχτας, παρακαλώντας: Αχ! ένα όνειρο μοναχά μαζί σου,
και τί δεν θα δινα... να το ανακαλώ το πρωί χαμογελώντας στην σκέψη μου
να μοιάζει το σώμα πιο αληθινό, τα χείλη πιο σάρκινα, το δέρμα λιγότερο αέρινο...

Sunday, October 26, 2014

Μια Κυριακή...



Ξύπνησα Κυριακή, αργά το μεσημέρι.
Έξω βροχή. Βαριεστημένη, βαριά.
Κοίταξα γύρω μου, όρεξη καμία…
Ούτε για έρωτα, ούτε για εργασία.
Κάνε υπομονή, θα περάσει.
Η ώρα περνά, η καρέκλα με διώχνει.
Το σπίτι με διώχνει. Η ζωή με διώχνει.
Περιμένω την αλλαγή. Η αλλαγή θα με σώσει.

Κοιτώ γύρω μου. Αντικείμενα πεπιεσμένα.
Έχουν κολλήσει στο τραπέζι. Χωρίς όγκο, χωρίς χρώμα.
Τα χρώματα μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους,
που ξέχασα τα ονόματά τους. Τα αντικείμενα
μοιάζουν τόσο ανιαρά. Αν είχα διάθεση θα τα πέταγα,
αλλά νιώθω μάταια την κάθε μου κίνηση.
Μάταια και επίπονη.

Σκέφτομαι το άλλο δωμάτιο, το άλλο σπίτι,
την άλλη ζωή. Αυτά που δεν έκανα, τις αποφάσεις
που δεν πήρα, τις επιλογές που απέρριψα.
Βρίσκεται εκεί άραγε η ευτυχία μου;
Τρέμω τη στιγμή που θα νιώσω, που θα ξέρω,
ότι ακόμη και αυτό είναι ένα ψέμα, μια ματαιότητα.

Καφές χλιαρός. Στον πίνακα λείπει μια βίδα.
Το κάθισμα είναι λίγο πιο κοντό από ότι πρέπει.
Στον τοίχο υπάρχουν ξεφλουδίσματα.
Το φως στο παράθυρο πίσω μου με τυφλώνει, το κλείνω.
Το παράθυρο της θέας! Αυτό που έφτιαξα για να έχω πάντα ανοιχτό!
Στα έπιπλα, πατημασιές. Από πάνω το βερνίκι,
τώρα πια θα βρίσκονται εκεί έως την αιωνιότητα.

Στο τέλος θα πατήσω delete. Ή μήπως όχι;
Ίσως δημοσιεύσω τον πόνο μου, όπως κάθε άθλιος ποιητής
που πιστεύει ότι αυτό που νιώθει και ζει είναι μοναδικό.
Πως έχει το δικαίωμα –υποχρέωση λένε οι ψωνισμένοι–
να το κληροδοτεί στον κόσμο: Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

Friday, December 24, 2010

Η ένταση μιας στιγμής, μιας ημέρας, ενός χρόνου, μιας ζωής

Η ένταση μιας στιγμής δε διαρκεί ποτέ
μονάχα τόσο. Σαν ένα παγόβουνο κρυμμένο
μες τη θάλασσα που λίγο μόνο φαίνεται...

Όταν το σώμα όλο γίνεται παλμός,
όταν οι λέξεις βγαίνουν σαν κραυγή,
σαν λάβα από ηφαίστιο...

Σε μια τυχαία διαδρομή, τα μάτια έγιναν
σκισμές όλο φωτιά, ξυράφι ακονισμένο.
Και η ζωή, ύλη πυκνή, μια μαύρη τρύπα...

Ανάξιε γεννήτορα με έχεις εγκλωβίσει
να σε αγαπώ παντοτινά, να νιώθω ενοχή
σε κάθε σκέψη ενάντια στο αρχέγονό σου βλέμμα.

Κι όταν τολμώ να ξεχυθώ να κάψω την αγάπη,
μου υπενθυμίζεις σιωπηλά, στο αίμα μου στη σάρκα,
ότι η ύλη όλη μου προέρχεται από εσένα...

Μοιραία οδός διαφυγής, η ταπεινή συγνώμη...