Friday, April 15, 2016

Οι γυάλες

Όταν μπήκες στον κόσμο μου ήσουν ένας άγνωστος...
Ένα σημείο, κι όλο μεγάλωνες μέχρι που έφτασες τις ανθρώπινες διαστάσεις.
Συμπαγές σώμα, ένα πρόσωπο κολλημένο σε ένα κεφάλι, πάνω στους ώμους,
κορμός, χέρια πόδια... αισθητήρια, φωνή, μυρωδιά...
Κάποιες φορές ένιωθα όλη αυτή η συμπαγής ύλη σου να ταλαντώνεται,
σαν να την διαπερνά μια παράξενη ενέργεια:
Γινόσουν τότε λίγο πιο διαφανής, ρευστός, τα όριά σου συγκεχυμένα,
κάποτε μάλιστα αυτή η αίσθηση έγινε τόσο έντονη, που έμοιαζε
να είχες γίνει ένα με το περιβάλλον.
Έτσι κι εγώ δίπλα σου είχα αφεθεί να υπάρχω μέσα από το γύρω μου.
Αγγιχθήκαμε τυχαία δειλά και έπειτα ένιωσα ότι μπορούμε να υπάρχουμε
Ο ένας μέσα στον άλλο, μιας που δεν υπήρχαν τα όρια του σώματος να μας
διαχωρίζουν -ή και αν ακόμη υπήρχαν, δεν τους έδινα σημασία, δεν με ένοιαζαν.
Έζησα ένα διάστημα παραδείσιο έτσι, με τη βροχή να τρέχει εκτός μου και εντός μου.
Η αίσθηση κράτησε λίγο ακόμη, μέχρι που άρχισα να νιώθω εκείνη την παράξενη
 απογοήτευση, όταν το όνειρο καταρρέει και το διαδέχεται η πραγματικότητα:
κάτι από το χρώμα είχε χαθεί, είχε ξεφτίσει, κάτι είχε εγκαταλείψει...
Όταν σε ξανασυνάντησα ήσουν ασυνήθιστα συμπαγής και στιβαρός,
τίποτε δεν έμοιαζε να μπορεί να σε διαπεράσει.
Προσπάθησα ύπουλα να περάσω μέσα σου, άλλα έμοιαζε να χτυπώ σε βράχο.
Τόσο δυνατά, που πόνεσε το κεφάλι μου.
Θύμωσα, αλλά τίποτε δεν γινόταν... όλα μάταια.
Σε εκείνον τον απότομο διαχωρισμό, η πραγματικότητα διεκδίκησε
και νίκησε, το όνειρο αποτραβήχτηκε ηττημένο, πληγωμένο,
να ουρλιάζει σαν τρελό τη νύχτα, να το περιγελούν νομίζοντάς το για παραίσθηση.
Ούτε ο ίδιος ο βράχος έμεινε για πολλύ να θυμίζει το τι έγινε,
-μοναδική απόδειξη ότι όλο αυτό δεν ήταν μια φαντασίωση του νου μου.
Άρχισες να μικραίνεις, να σπας σε κομμάτια...
σιγά - σιγά έγινες λεπτή άμμος και βρέθηκα να κοιτώ σα χαμένη την έρημο,
μια έρημο ήσυχη, σιωπηλή, απέραντη, αθώα...
Θα έμεινα ώρες, μέρες εκεί, να κοιτώ απελπισμένη το κενό...
Η ανάσες μου μαζεύτηκαν -ήμουν βλέπεις κλεισμένη σε γυάλα τόσον καιρό-
έγιναν υδρατμοί, ξέσπασε αέρας, καταιγίδα.
Ήταν θυμός; ήταν φυσικό φαινόμενο; Δεν ξέρω.
Η βροχή έσπασε το γυαλί, η έρημος χάθηκε, βρέθηκα στο κενό.
Γύρω μου άλλες γυάλες, τρεμόπαιζαν ετοιμόρροπες.
Οι ένοικοί τους ούτε που υποψιάζονταν την τρομερή επερχόμενη καταστροφή τους.
Χαμογέλασα πικρά, κολύμπησα στο κενό και βούτηξα ανόρεκτα
στην επόμενη κενή γυάλα που βρέθηκε μπροστά μου...
ξέχασα, άνοιξα τα μάτια, όλα φαινόντουσαν άγνωστα και κάπως φυσιολογικά.

No comments:

Post a Comment