Sunday, October 26, 2014

Μια Κυριακή...



Ξύπνησα Κυριακή, αργά το μεσημέρι.
Έξω βροχή. Βαριεστημένη, βαριά.
Κοίταξα γύρω μου, όρεξη καμία…
Ούτε για έρωτα, ούτε για εργασία.
Κάνε υπομονή, θα περάσει.
Η ώρα περνά, η καρέκλα με διώχνει.
Το σπίτι με διώχνει. Η ζωή με διώχνει.
Περιμένω την αλλαγή. Η αλλαγή θα με σώσει.

Κοιτώ γύρω μου. Αντικείμενα πεπιεσμένα.
Έχουν κολλήσει στο τραπέζι. Χωρίς όγκο, χωρίς χρώμα.
Τα χρώματα μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους,
που ξέχασα τα ονόματά τους. Τα αντικείμενα
μοιάζουν τόσο ανιαρά. Αν είχα διάθεση θα τα πέταγα,
αλλά νιώθω μάταια την κάθε μου κίνηση.
Μάταια και επίπονη.

Σκέφτομαι το άλλο δωμάτιο, το άλλο σπίτι,
την άλλη ζωή. Αυτά που δεν έκανα, τις αποφάσεις
που δεν πήρα, τις επιλογές που απέρριψα.
Βρίσκεται εκεί άραγε η ευτυχία μου;
Τρέμω τη στιγμή που θα νιώσω, που θα ξέρω,
ότι ακόμη και αυτό είναι ένα ψέμα, μια ματαιότητα.

Καφές χλιαρός. Στον πίνακα λείπει μια βίδα.
Το κάθισμα είναι λίγο πιο κοντό από ότι πρέπει.
Στον τοίχο υπάρχουν ξεφλουδίσματα.
Το φως στο παράθυρο πίσω μου με τυφλώνει, το κλείνω.
Το παράθυρο της θέας! Αυτό που έφτιαξα για να έχω πάντα ανοιχτό!
Στα έπιπλα, πατημασιές. Από πάνω το βερνίκι,
τώρα πια θα βρίσκονται εκεί έως την αιωνιότητα.

Στο τέλος θα πατήσω delete. Ή μήπως όχι;
Ίσως δημοσιεύσω τον πόνο μου, όπως κάθε άθλιος ποιητής
που πιστεύει ότι αυτό που νιώθει και ζει είναι μοναδικό.
Πως έχει το δικαίωμα –υποχρέωση λένε οι ψωνισμένοι–
να το κληροδοτεί στον κόσμο: Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

No comments:

Post a Comment