Sunday, May 8, 2016

Ο Βράχος και το κύμα

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανταριασμένο
λέγει στον βράχο ένα πρωί θολό, συννεφιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που είναι νεκρά και κρύα
και φώλιασε και κούρνιασε κι ας γίνει τρικυμία...»

Κι ο βράχος μόλις το άκουσε εσείστηκε με μιας
και αμέσως το κατάλαβε πως 'ρχότανε μπελάς
και πήρε πόδι και έφυγε από την παραλία
το κύμα άφησε μόνο του, την αγκαλιά του κρύα...

Μα η ιστορία αυτή κι αν τέλειωσε για τον μεγάλο βράχο
το κύμα το επηρέασε απ' τον αφρό ως τον πάτο
τον βράχο παντού εγύρευε να βρει να του φωλιάσει
και όταν δεν τον έβρισκε στα σπλάχνα του είχε βράση
και πήγαινε και ερχότανε απ' το πρωί ως το βράδυ
γιαλό - γιαλό κουνιότανε δεν έκανε στην άκρη.

Ο βράχος, πάει τελείωσε. Έφυγε για χαρά του!
Το κύμα όμως αρνιότανε να χάσει τη θωριά του.
Τα βράδια σαν κοιμότανε του κράταγε το χέρι
και το πρωί σαν ξύπναγε ελύσσαγε στο καρτέρι
κι αν στα όνειρά του έλουζε τον βράχο φυσαλίδες
στα αλήθεια έμεναν στεγνές του βράχου οι πεταλίδες.

Μα ένα βράδυ ζοφερό ο βράχος ξεραμένος
στεκότανε μπρος στα κύματα και προβληματισμένος
μέσα του αναρωτιότανε τι πλέον θα απογίνει
από θαλάσσιος βράχος που ήτανε αν στην στεριά ξεμείνει;
Να κάτσουν πάνω του άραγε διάφορα φυτά
ο βράχος φανταζότανε, να έρχονται τα πουλιά
και έτσι να αναπληρώσουνε τον δρόσο από το κύμα
να ζωντανέψει αυτός ξανά, να μπει στο νέο κλίμα;
Ή αντιθέτως να βρεθεί ο καλοθελητής
που με μπαρούτι τον βράχο ευθύς θα ρίξει καταγής
και δίχως διόλου σεβασμό να σπάσει σε κομμάτια
να τον ξεκάνει δηλαδή, να φράξει τα χωράφια;

Κι επειδή ο βίος που άγουμε είναι και τραγικός
το δεύτερο εσυνέβησε και έγινε ο βράχος φως
ένα βράδυ που ρίξανε στα σπλάχνα του φωτιά
ο βράχος στα δύο άνοιξε και φώτισε η νυχτιά 
και ύστερα σκορπίστηκε σε βότσαλα και άμμο
στην παραλία απόθανε το βράδυ εκείνο ο βράχος.

Ήρθε το κύμα το πρωί να ψάχνει να τον βρει
αμέσως παρατήρησε το αμμόστρωμα ναν παχύ
ότι τα βότσαλα στη θάλασσα είχαν μια λάμψη αχνή
και ότι κάτι εθύμιζαν από οικεία εποχή.
Και γύρισε και κοίταξε το κύμα προς τα εκεί
που ο βράχος παλιά εθέριευε με όψη θεϊκή
και μόλις το κύμα αντίκρισε το αβάστακτο κενό
απ' τη στιγμή εκείνη έμεινε για πάντοτε βουβό.

Κι αν πάτε να το βρείτε εκεί στη μαύρη παραλία,
που είναι ακίνητη, στιλπνή, αρχαία τραγωδία,
θα νιώσετε έναν ήχο αχνό μέσα από τον βυθό,
και από την άμμο ανάσα υπόκωφη, υπόγειο βρυχηθμό...

No comments:

Post a Comment