Wednesday, October 22, 2008

Άνθρωποι και σπίτια

Δίπλα - δίπλα ή απέναντι, άνθρωποι και σπίτια
ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Και μαζεύονταν
οι μνήμες σαν τις πέτρες που φτιάχνουν τα σπίτια.
Ποιο από τα δύο οδηγούσε και ποιο ακολουθούσε,
δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις. Οι ιστορίες τους
ήταν πλεγμένες στο χρόνο με ρίζες περίπλοκες
που απλώνονταν σε τόπο και χρόνο και ενώνονταν με
άλλες ρίζες...

Το πρώτο σπίτι ήταν μικρό, παλιό, μισοερειπωμένο.
Έτσι τον βρήκε τον άνθρωπο εκείνο, σαν το ερείπιο,
το γεμάτο πληγές που ζητούσε απεγνωσμένα να ελευθερωθεί.
Ή έτσι τουλάχιστον φαινόταν στην αρχή, γιατί καθώς
οι μαστόροι έσπαζαν τους παλιούς σοβάδες και τις
πέτρες, ένιωθαν το σπίτι να αντιστέκεται και να
σπαράζει. Τα θεμέλια ήταν αρχοντικά, τα υλικά που
είχαν χρησιμοποιηθεί όταν εκείνο το σπίτι ήταν
ακόμη καινούργιο ήταν ακριβά και πολύτιμα. Πέρασε
όμως ο χρόνος και το σπίτι πάλιωσε, γέμισε σκόνη
και διάβρωση. Όταν πια τέλειωσε η ανακατασκευή,
το σπίτι έμοιαζε καινούργιο, αλλά μύριζε ακόμη
παλαιότητα. Τα παλιά προβλήματα παρουσιάζονταν με
την πρώτη καταιγίδα και ένιωθες ότι ένας δυνατός
άνεμος θα μπορούσε να παρασύρει κάθε ίχνος
περιποίησης και φροντίδας από πάνω του.

Περνούσαν τα χρόνια, το σπίτι νοικιάστηκε. Οι
ένοικοι έφυγαν μετά από λίγο. Υγρασία και μούχλα
απλώθηκαν παντού, μια μάχη του παρελθόντος με
ένα φιλόδοξο παρόν που κι αυτό είχε γίνει πλέον
παρελθόν. Ζούσε ακόμη όμως, όπως και εκείνος ο
άνθρωπος...

Το δεύτερο σπίτι ήταν μεγαλύτερο και πιο καινούργιο.
Ήταν τοποθετημένο σε έναν ήσυχο πεζόδρομο, όπως και
το πρώτο. Ήταν διαμέρισμα, κτισμένο σε μια κοινή
πολυκατοικία όπως όλες σε εκείνη τη γειτονιά.
Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν γοητευτικό και
μυστηριώδες, ένιωθε να τη ρουφά σε μια δίνη
ιερών αναμνήσεων, τη συνέπαιρνε, την ταξίδευε.
Ο άνθρωπος του σπιτιού, μια παλιά γνωριμία,
μια μορφή παράξενη και αλλόκοτη που λίγοι πλησίαζαν
φοβούμενοι το ταμπεραμέντο του, ζούσε ανέμελα
αψηφώντας το χρόνο, καταναλώνοντας το παρόν.
Τον έβλεπε και αδυνατούσε να τον αποκρυπτογραφήσει,
τον άφησε λοιπόν έτσι όπως ήταν, να υπάρχει
στο χώρο και να την ξεσηκώνει πότε - πότε με
τις περίεργες ιδέες του.

Στο σπίτι έκανε ελάχιστες αλλαγές, κράτησε την
αρχική του ατμόσφαιρα και έπειτα φόρτωσε πάνω
της τη δική της ταυτότητα, αυξάνοντας την
πολυπλοκότητά του. Εκείνη έμενε εκεί και το
σπίτι συνέχιζε να ζει μαζί της την πολυτάραχη
ζωή του, ταξιδεύοντας στο χρόνο τα όνειρά της
για μια αλλαγή.

Το τρίτο σπίτι δεν ήταν ακόμη καν ένα σπίτι,
αλλά ένα όνειρό του. Ένα κομμάτι γη με ένα δέντρο
στη μέση, ένα πανέμορφο δέντρο, ονειρεμένο.
Καθόταν στα σκαλάκια του πεζόδρομου που αγκάλιαζε
το οικόπεδο και σκεφτόταν ότι θα ήθελε να χτίσει
εκεί το σπίτι της, μαζί με το δέντρο. Κοίταζε
το χώμα και υπολόγιζε τη δυσκολία που θα
αντιμετώπιζε για να το σκάψει βαθιά να ριζώσει
το κτίσμα. Η πρόσβαση εκεί ήταν δύσκολη και
σίγουρα θα χρειάζονταν ειδικά μηχανήματα για
ετούτη την εργασία. Της άρεσε όμως το μέρος
και δεν υπολόγιζε ακόμη τις δυσκολίες.
Ο άνθρωπος του σπιτιού δεν μπορούσε ακόμη να
φανεί από το σπίτι. Βρισκόταν μακριά και έπρεπε
να σηκωθεί ψηλά η οικοδομή, να ελευθερωθεί η
θέα.

Περίμενε λοιπόν, καθισμένη στα σκαλάκια,
χαμογελαστή και ανυπόμονη, ίσως και λίγο
φοβισμένη από τις διάφορες αντιξοότητες,
σίγουρη όμως ότι από εκείνο το κομμάτι γης
θα μπορούσε να ανυψωθεί ένα υπέροχο οικοδόμημα.
Αύριο έκλεινε τα συμβόλαια. Ο χρόνος θα έδειχνε
που θα οδηγούσε η επιλογή της...

No comments:

Post a Comment