Έτσι ήτανε: Σαν παλιωμένο ρούχο, που πέφτει πάνω
σε ένα σώμα κουρασμένο, ιδρωμένο, σκονισμένο. Το
χιλιοφορεμένο ύφασμα είχε φθαρεί, είχε μαζέψει και
ξεφτίσει από το χρόνο και τις αμέτρητες φορές που
έντυνε το ίδιο σώμα, αδιάκοπα. Οι κάποτε πλούσιες
πτυχές του, οι τσέπες, το στρίφωμα, τα πολύχρωμα
κουμπιά, ο γιακάς, είχανε όλα λιώσει από καιρό και
το φόρεμα παρέμεινε ένα απογυμνωμένο από τα στολίδια
του κομμάτι ύφασμα, ένα λεπτοκαμωμένο υφάδι κλωστών.
Η δύναμη που κρατούσε πλεγμένες τις κλωστές του είχε
δεχτεί την επίθεση του καιρού, κρατούσε λίγο ακόμη,
αλλά έδινε την εντύπωση ότι γρήγορα και αυτή η ίδια
η πλέξη του υφάσματος θα κατέρρεε...
Φορώντας το ένα και μοναδικό, απλό και παλιωμένο
φόρεμά της, περπατούσε με γυμνά πόδια και δίπλα της
ένιωθε τον ήσυχο, ανεπαίσθητο κυματισμό του νερού.
Ήταν μια σκοτεινή νύχτα και η επιφάνεια του νερού
αντικατόπτριζε το βαθύ σκούρο μπλε του ουρανού χωρίς
ούτε μια τόσοδά αναταραχή να διακόπτει την απεραντοσύνη
και τη σοβαρότητά του. Έμοιαζε με καθρέφτη, μόνο που
η απουσία του φωτός κρατούσε εγκλωβισμένα τα είδωλα
στο σκοτεινό βάθος του νερού. Η πύλη μεταξύ των δύο
κόσμων, του πραγματικού και του φανταστικού ήταν
κλειδωμένη και μια αμείλικτη άρνηση δέσποζε στην
ατμόσφαιρα, μια μυστική απαγόρευση που εμπόδιζε τις
ψυχές να κολυμπήσουν στο νερό και να δροσιστούν.
Εκείνη κοίταξε στο νερό ψάχνοντας μάταια να βρει τον
αντικατοπτρισμό της. Το σκοτάδι που αντίκρισε την έκανε
να αναρωτηθεί αν πραγματικά υπήρχε, αν ήταν αληθινή, ή
μονάχα ένα όνειρο, ένα φάντασμα που περιπλανιόταν στο
νου κάποιου που του άρεσε να περπατά τις νύχτες και να
ονειροπολεί. Μια σχισμή στον καθρέφτη, μια μικρή κίνηση,
μια γραμμή ασημένιου φωτός στην επιφάνειά του αποκάλυπτε
τώρα μια νέα πραγματικότητα: Στον ουρανό, πίσω από
σπασμένα σύννεφα που έμοιαζαν σαν θραύσματα χιονιού
ή σαν ελαφρύς κυματισμός νερού, εμφανίστηκε η Σελήνη.
Σήκωσε τα μάτια της προς τα πάνω, διαπέρασε τα σύννεφα
και την είδε. Μέσα από τις σχισμές τους, έλαμπε φως.
Έμοιαζε σαν να παρατηρούσε το νυχτερινό ουρανό από το
βάθος του νερού, σαν να ήταν η ίδια βυθισμένη και να
έβλεπε κάτω από την επιφάνειά του την πραγματικότητα,
παγιδευμένη στον κόσμο των ονείρων...
Ένιωσε τον άπειρο όγκο του νερού να την καλύπτει, να
την κρατά χαμηλά. Ήθελε να κολυμπήσει μέχρι την
επιφάνεια, αλλά αυτό έμοιαζε αδύνατο. Να μπορούσε
άραγε να αναπνεύσει μέσα σε ετούτο το υδάτινο
περιβάλλον της; αναρωτήθηκε. Η νέα κατάσταση στην
οποία είχε βρεθεί έμοιαζε σαγηνευτική, αλλά και δύσκολη.
Ντυμένη ακόμη με εκείνο το ίδιο ρούχο, βυθισμένη στο νερό,
η ψυχή αναπόλησε το παρελθόν της. Τις ημέρες που
περνούσε πριν από το ταξίδι της. Καθημερινά στολισμένη
με πολύχρωμα και όμορφα φορέματα, έλαμπε. Ένιωθε
βλέμματα θαυμασμού να κυλούν πάνω στα πολύτιμα και
πρωτότυπα υφάσματα των ρούχων της και την ευχαρίστηση
εκείνων που βλέπουν για πρώτη φορά κάτι καινούργιο και
χαίρονται για τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που τους
πλημμυρίζουν. Μα τώρα, η ψυχή ήταν σχεδόν γυμνή.
Το μοναδικό φόρεμα που είχε πάρει μαζί στο ταξίδι της
ήταν πλέον φθαρμένο, σχισμένο, μισολιωμένο. Σε λίγο
θα έπεφτε κι αυτό και η ψυχή θα έμενε ολόγυμνη,
παλεύοντας με το νερό που την κρατούσε στο βυθό του...
Tuesday, August 19, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment