
Ήταν διαφανής. Η αίσθηση είχε κάτι το γνώριμο, αλλά και το ξένο ταυτόχρονα. Θυμήθηκε τα όνειρα που έβλεπε συχνά, στα οποία περπατούσε γυμνή στο δρόμο, μπροστά στα μάτια γνωστών και αγνώστων. Γιατί είχε ξεχάσει τα ρούχα της, συχνά αναρωτιόταν με έκπληξη. Στο σπίτι που κρυβόταν, οι τοίχοι είχαν γκρεμιστεί ξαφνικά, το μπάνιο βρισκόταν παραδόξως στο σαλόνι και τώρα που το σπίτι είχε χαλάσει, κοιτούσε με βλέμμα απόγνωσης τους περαστικούς που περιεργάζονταν το γυμνό σώμα της. Κοκκίνισε από την ντροπή της, αλλά συνέχισε να περπατά, σαν ένα κομμάτι του είναι της να αντιδρούσε σαδιστικά στην ευπρέπεια που τη χαρακτήριζε. Το περπάτημά της ήταν περήφανο και μιλούσε αδιαφορώντας για το αλλόκοτο παρουσιαστικό της. "Μπορούν πράγματι να με δουν;", σκεφτόταν γιατί δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι οι άλλοι είχαν πράγματι συναίσθηση της γύμνιας της. Ξυπνούσε ταραγμένη και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, μουσκεύοντας το πρόσωπό της...
Πόσο πολύ έμοιαζαν εκείνα τα όνειρα με την πραγματική της ζωή! Ένιωθε τα συναισθήματά της να ξεχειλίζουν και να καθρεφτίζονται στα μάτια της, χωρίς να μπορεί να τα συγκρατήσει. Κάθε σκέψη της, κάθε συναίσθημά της εμφανιζόταν απρόοπτα και πόζαρε επιδειχτικά και απροκάλυπτα, χωρίς να έχει τη δύναμη να το συγκρατήσει, να το ελέγξει, να το κρύψει. Τα πάθη μέσα της μεταμορφώνονταν σε υγρό κύμα που κυλούσε από τις άκρες των βλεφάρων της, ένας καταλυτικός χείμαρρος δακρύων που προκαλούσε την προσοχή και την περιέργεια όσων ήταν γύρω της. Θύμωνε από περηφάνια, γιατί δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι το τί βρισκόταν στο νου ή την καρδιά της. Θύμωνε γιατί ήθελε να έχει εκείνη τον έλεγχο των συναισθημάτων της, αλλά το κλάμα που σκέπαζε τη μορφή της μιλούσε μόνο του, σαν να είχε μια αυτόνομη βούληση που καταπατούσε τη δική της. Αυτή η αλλόκοτη έκφραση σάστιζε τους ανθρώπους που νόμιζαν ότι εκείνη πονούσε και τους καλούσε για βοήθεια. Το κλάμα, που συχνά το συνέδεαν οι άνθρωποι με τη θλίψη, τους προκαλούσε διάφορες αντιδράσεις, άλλοι έσπευδαν κοντά της, άλλοι απομακρύνονταν, κάποιοι παρεξηγούσαν και έδιναν δικούς τους ορισμούς για αυτό που ένιωθε.
Σκέφτηκε ότι το νέρινο πέπλο που τη σκέπαζε τη μεταμόρφωνε σε ένα ιδιαίτερο "έργο τέχνης", ένα παράξενο αντικείμενο που πόζαρε ακίνητο πάνω σε ένα βάθρο. Οι θεατές που το πλησίαζαν δεν ρωτούσαν, μόνο κοιτούσαν με περίσκεψη και πάνω του αντανακλούσαν την ιδέα που είχαν για το λόγο της δημιουργίας του. Πράγματι, το κλάμα της ήταν ένα τόσο δυνατό χαρακτηριστικό, που τα λόγια της δεν μπορούσαν να ακουστούν, σκεπάζονταν από δάκρυα και έμεναν ξεχασμένα στην άκρη της ακοής τους. "Δεν είμαι δυστυχισμένη!", ήθελε να τους πει, αλλά τους έβλεπε απορροφημένους στη θέα του κλάματός της, βγάζοντας τα δικά τους, σίγουρα συμπεράσματα.
Τι κρυβόταν πίσω από εκείνα τα δάκρυα αν όχι ο πόνος και η θλίψη; Σε αυτή την τόσο απλή ερώτηση, συνειδητοποιούσε ότι ακόμη και εκείνη η ίδια δε μπορούσε να δώσει την απάντηση. Σαν ένας ακόμη θεατής, ανάμεσα στους ξένους, παρατηρούσε τον εαυτό της και αναρωτιόταν από πού προερχόταν η θλίψη που κάποιες φορές καθρεφτιζόταν στα υγρά μάτια της. Ακόμη και για εκείνη την ίδια, τα δάκρυά της ήταν καλυμμένα με ένα μυστήριο, βαθιά κρυμμένο μέσα της...

Τα όνειρά σου μην τα λες / γιατί μια μέρα κρύα / μπορεί και οι φροϋδιστές / να 'ρθούν στην εξουσία...
ReplyDelete