Καθόταν και κοίταζε τον άδειο δρόμο μπροστά του.
Τα χέρια του ήταν σφιγμένα σε γροθιές. Έμοιαζε να
είναι έτοιμος να χτυπήσει με δύναμη το σκληρό
μέταλλο μπροστά του. Για μια στιγμή φάνηκε ότι
θα το έκανε, ύστερα ίσως μετάνιωσε και τα χέρια
του έμειναν μετέωρα στο μεσοδιάστημα. Το βλέμμα
του ήταν λυπημένο και θυμωμένο μαζί. Αν η
υπερηφάνεια που ένιωθε του το επέτρεπε, θα άφηνε
εκείνο το ανεπαίσθητο δάκρυ που φαινόταν να προβάλλει
στην άκρη του ματιού του να κυλήσει στο μάγουλό του.
Το κρατούσε όμως ακόμη κρυφό και έσφιγγε τα δόντια
περισσότερο, προσπαθώντας να κρατήσει την αυτοκυριαρχία
του, να μη δείξει αδυναμία...
Χαλάρωσε το σφίξιμο στα χέρια του και ακούμπησε
απαλά το μέταλλο μπροστά του. Άφησε τα δάχτυλά του
να κυλήσουν αργά και απαλά με λατρεία και θαυμασμό
πάνω στο πολυπόθητο αγαπημένο αντικείμενο, χαϊδεύοντάς
το με πάθος. Κοίταξε γύρω του και στη θέα που αντίκρισε
χαμογέλασε αμυδρά. Βρισκόταν εκεί επιτέλους και αυτό ήταν
που είχε σημασία. Μετά από χρόνια προσπάθειας τα είχε
τελικά καταφέρει. Το όνειρο της ζωής του είχε γίνει
σήμερα πραγματικότητα. Άπλωσε το βλέμμα του ξανά πέρα
μακριά στον άδειο δρόμο και το σφίξιμο ξαναγύρισε.
Πόσες ώρες θα έπρεπε να περιμένει άραγε; Αναρωτήθηκε.
Τα λεπτά της ώρας δεν φαίνονταν να περνούν, οι ώρες
έμοιαζαν αιώνιες. Είχε όμως την υπομονή να περιμένει,
αφού τώρα πλησίαζε η στιγμή που τόσα χρόνια φανταζόταν,
τόσα χρόνια τον συντρόφευε στην άθλια και μίζερη ζωή
του, σαν την υπόσχεση ενός μεταθανάτιου παραδείσου, ή
τη δροσιά μιας όασης μέσα στην καυτή έρημο.
Αναπολώντας το παρελθόν του, θυμήθηκε τις στιγμές που
ένιωθε τόσο πολύ κουρασμένος από τη ζωή, που ήταν
έτοιμος να τα παρατήσει όλα. Δεν το έκανε όμως, γιατί
υπήρχε το όνειρο που τον κρατούσε ζωντανό. Θυμήθηκε
τα βράδια, που γυρνούσε στο φτωχό, μικρό σπιτάκι του,
σε εκείνη τη βρωμερή συνοικία, εξουθενωμένος να
σέρνεται με τα μάτια μισόκλειστα και τα πόδια του
σχεδόν παράλυτα από την κούραση της ημέρας. Μόλις
άνοιγε την πόρτα, οι φωτογραφίες της τον υποδέχονταν.
Αστραφτερές, εντυπωσιακές, του ξαναθύμιζαν το σκοπό του,
του ψιθύριζαν το μεγαλείο που τον περίμενε. Κοίταζε
με ευλαβικό σεβασμό, δακρύζοντας μόνος του, εδώ που
καμία ανθρώπινη ψυχή δε μπορούσε να παραμονεύει και
να ανακαλύψει την αδυναμία του, ικετεύοντας τη
φωτογραφία να ζωντανέψει και να τον δικαιώσει, να
τον απαλλάξει από τα βάσανά του...
Τα χρόνια περνούσαν. Οι άνθρωποι που συναντούσε άκουγαν
τις ιστορίες του που περιέγραφαν το αγαπημένο του όνειρο
χωρίς να τον καταλαβαίνουν, χωρίς να μπορούν να νιώσουν
το δέος που ο ίδιος ένιωθε. Κάποτε σταμάτησε να μιλά στους
άλλους για αυτό. Περίμενε υπομονετικά τη στιγμή που δε
θα χρειαζόταν πλέον να μιλά εκείνος για αυτό. Θα μιλούσε
για λογαριασμό του αυτό που θα κατάφερνε. Και τότε,
φανταζόταν και χανόταν στο υπέροχο όνειρό του, ο κόσμος
θα τον κοιτούσε βουβός, έκπληκτος, αποσβολωμένος, με
θαυμασμό,ίσως και λίγο ζήλια. Τότε, ο ίδιος βασιλιάς,
άρχοντας, κυρίαρχος, θα χαμογελούσε με μια υποψία
συγκαταβατικότητας για τους γύρω του, σαν να τους έλεγε
με τον τρόπο αυτό ότι μπορεί μεν να έμοιαζε με εκείνους,
αλλά στην ουσία ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι ανώτερο. Θα
λυπόταν που οι άλλοι δε θα είχαν τη δική του τύχη και τιμή,
αλλά μέσα στη νάρκη της εκπληρωμένης του φιλοδοξίας
αυτό δε θα είχε και πολύ σημασία, η δόξα θα επισκίαζε
όλα τα συναισθήματα που θα είχε νιώσει στο παρελθόν,
όταν ακόμη ήταν κι εκείνος σαν και τους άλλους, λίγος.
Επανήλθε στην πραγματικότητα της κατάστασής του, στο
εδώ και τώρα. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν ασταμάτητα
πάνω στο ασφάλτινο οδόστρωμα. Ο άλλοτε πολύβοος κεντρικός
δρόμος της πόλης ήταν τώρα έρημος. Οι άνθρωποι ήταν
κλεισμένοι στα σπίτια τους και τα καταστήματα είχαν
κατεβάσει τις κουρτίνες τους για να μη βλέπουν την
καταιγίδα που έπληττε τον τόπο τους. Κανένας διαβάτης
δε διέσχιζε το πεζοδρόμιο, κανένα όχημα δεν τάραζε
τη ροή του υδάτινου ποταμού που ταξίδευε στο δρόμο.
Τα πάντα έρημα, σιωπηλά, σχεδόν ανύπαρκτα...
Με τα δάκρυα πλέον να κυλούν ορμητικά και ασταμάτητα
πάνω στα μάγουλά του, με τις γροθιές να χτυπούν αλύπητα
το σιδερένιο τιμόνι της ολοκαίνουριας κόκκινης ferrari
που μόλις είχε αποκτήσει, πληρώνοντάς την με τους κόπους
της εργασίας του μιας ολόκληρης ζωής, σπάραζε και βογκούσε
δυστυχισμένος. Κανένας δεν υπήρχε εκεί έξω να τον δει.
Κανένας δεν υπήρχε να δει εκείνον, τον ταπεινό οδηγό
ενός ξένου αμαξιού, που έπλενε τις ρόδες του μισθωμένου
οχήματος από τις λάσπες, που καθάριζε τα τζάμια από
τη σκόνη, που υποκλείνοντας άνοιγε την πόρτα του στους
πελάτες του. Κανένας δεν φαινόταν και κανένας δεν θα
αναγνώριζε ότι εκείνος, ο ταπεινός, ο τιποτένιος, ο
ασήμαντος ήταν επιτέλους κάποιος σημαντικός. Κανένας δεν
υπήρχε να κοιτά αποσβολωμένος, αναριγώντας στη θέα του
εντυπωσιακού αμαξιού και του περήφανου οδηγού του...
Saturday, April 5, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment