Η φύση, μητέρα των όντων ετούτου του κόσμου
χαμογέλασε αινιγματικά και είπε: "Κανένας δε
θα μοιάζει με τον άλλο. Ο κάθε άνθρωπος θα
έχει την ιδιαιτερότητά του. Πολλοί θα ψάξουν
να βρουν τρόπους να κρύψουν το προσωπικό τους
σημάδι. Θα μεταμφιεστούν με δεκάδες προσωπίδες,
θα φορέσουν αλλιώτικα ρούχα, θα υιοθετήσουν
τους τρόπους, τη γλώσσα και τη φωνή των άλλων
για να παραπλανήσουν, για να ξεγελάσουν το
μάτι του κόσμου..."
Κι έτσι, έγινε ο κόσμος.
Περπατούσε στο δρόμο και κοίταζε γύρω της.
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν ασταμάτητα
πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Παίρναν
μαζί τους τη σκόνη της πολύβοης ημέρας,
καθάριζαν τις πλάκες που τώρα αποκάλυπταν
τη λευκή τους ταυτότητα. Οι τοίχοι των
κτιρίων, γκρίζοι από το καυσαέριο, ανάσαιναν
σε τούτη την ουράνια ευλογία και έμοιαζαν
να απλώνουν το στήθος τους προς τα πάνω,
προσπαθώντας κι αυτοί να νιώσουν το νερό
να τους λευκαίνει, να τους αναζωογονεί.
Κοίταξε τα χέρια της και θυμήθηκε. Ήταν
διαφορετική, μα κανείς δεν το ήξερε αυτό,
κανένας δε χρειαζόταν να το μάθει, γιατί
κανένας δε θα την καταλάβαινε. Ή, τουλάχιστον
λίγοι, πολύ λίγοι και η πιθανότητα να τους
συναντούσε σε ετούτη τη ζωή ήταν πολύ
μικρή. Φοβόταν στη μοναξιά της ιδιαιτερότητάς
της, έτρεμε μέσα στην πλάνη ότι ήταν η μόνη
που είχε τόσο αλλόκοτα χαρακτηριστικά,
ανάμεσα σε ανθρώπους, που έμοιαζαν όλοι
ίδιοι, ή ίσως παρόμοιοι.
Από μικρή ηλικία της είχαν μάθει τον κόσμο
μέσα από λίγα βιβλία. Τόσα λίγα, που δεν
είχαν περάσει παρά ελάχιστα χρόνια και
πίστευε ότι είχε μάθει τον κόσμο απέξω.
Τί ήταν μέσα, τί ήταν έξω από τα όρια και
τους νόμους της ύπαρξης, έλεγαν τα βιβλία
και τα απαριθμούσαν σε καταλόγους, σε
κατηγορίες με βαθμούς και διαγράμματα.
Έμαθε έτσι να αναγνωρίζει το περιβάλλον της,
να δίνει ονόματα στα πράγματα και να διαλέγει
το βέλος της πορείας της, περπατώντας πάντα
στο μέσο, μέσα από τα όρια, στο ασφαλές, στο
γνωστό, στο συνηθισμένο και οικείο.
Μεγαλώνοντας έκανε την επανάστασή της.
Θέλησε να εξερευνήσει το άγνωστο, να ανοίξει
τους ορίζοντές της, μα γρήγορα ανακάλυψε ότι
ακόμη και αυτή η πορεία της επανάστασης και
της εξερεύνησης του αγνώστου είχε τα όριά της,
καταγεγραμμένα με τάξη και σαφήνεια σε άλλα
βιβλία. Πέρασε ο καιρός και κατάλαβε ότι δεν
ήταν επαναστάτρια, απλά νέα.
Όταν πια όλοι οι δρόμοι γύρω της έμοιαζαν
να έχουν ένα τέλος, όταν διαπίστωσε ότι έκανε
κύκλους μέσα σε ένα σύστημα, που ακόμη και
αυτό το είχε προβλέψει και προδιαγράψει,
συνάντησε μπροστά της το γκρεμό. Το ένιωσε
με το κορμί της, ότι είχε φτάσει στην άκρη
του κόσμου. Ένας άνεμος την κρατούσε στη
θέση της, προβάλλοντας αντίσταση στο κάθε
της βήμα. Ο απόηχος του παρελθόντος, της
εκμάθησης των ορίων και των δεδομένων, δεν
την άφηνε σε ησυχία, ψιθυρίζοντας συνεχώς
στα αφτιά της ότι θα ήταν μια τρέλα αν
θα προχωρούσε.
Κοίταξε μπροστά της και είδε έναν εντελώς
νέο κόσμο να απλώνεται στο βάθος του
γκρεμού. Ήταν όμως γκρεμός αυτός που την
καλούσε, ή ήταν φτερά, ο μοναδικός τρόπος
να απελευθερωθεί από τα δεσμά της και να
ταξιδέψει στους κόσμους, που ονειρευόταν
να εξερευνήσει; Ένιωσε ότι η μάχη που θα
έπρεπε να δώσει θα ήταν σκληρή. Τινάχτηκε
μπροστά και έπεσε...
Σαν αστραπή χάθηκαν από το νου της όλες οι
παλιές καταγραφές. Ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει
ακόμη και το νόμο της βαρύτητας και το
γεγονός αυτό της επέτρεπε να πετά, χωρίς
να φοβάται την πτώση. Έβλεπε μπροστά της
εικόνες, που τίποτε δεν της θύμιζαν, μύριζε
αρώματα, άκουγε ήχους πρωτόγνωρους και ήταν
όλα τόσο συναρπαστικά. Όλα αλλιώτικα, όλα
καινούργια, όλα διαφορετικά. Οι μάσκες που
φορούσε είχαν τώρα πέσει και ένιωθε να μπορεί
να κοιτά μακρύτερα και καθαρότερα.
Είδε μπροστά της ένα δρόμο. Κάτι μέσα της,
της μίλησε και της είπε ότι αυτός ο δρόμος
ήταν καλός. Έτσι απλά, χωρίς συγκρίσεις,
χωρίς αναφορές σε άλλους δρόμους που είχε
βαδίσει στην προηγούμενη ζωή της. Χαμογέλασε
και περπάτησε, απολαμβάνοντας την ελευθερία
της...
Friday, March 28, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment