Καλεσμένη με συντροφιά μια μελωδία ήρεμη και
μελαγχολική παρακολουθούσε το χιόνι. Δεν
συζητούσαν, μόνο κοιταζόντουσαν, χωρίς να
μιλάνε. Εκείνη, η μουσική, προσπαθούσε να
συναγωνιστεί τις νυφάδες του χιονιού με τις
νότες της, να φτάσει με τον ήχο της έστω και
λίγο κοντά στη μαγεία του λευκού τους χορού.
Εκείνη, σιωπηλή καλεσμένη, προσπαθούσε μέσα
στη σιωπή της να νιώσει το ανεπαίσθητο βάρος
κάθε νιφάδας στο πρόσωπό της, να διακρίνει
το αδαμάντινο σχήμα της, να ξεχωρίσει και να
διαλέξει μια νιφάδα και να δοκιμάσει
να μαντέψει την ιστορία της.
Καθώς οι νυφάδες κλωθογύριζαν ανέμελα τριγύρω
τους στο χώρο, βασίλισσα και μουσική είχαν γίνει
πλέον ένα με το χιόνι. Η λευκή του αγνότητα
είχε γεννήσει στις νότες την ανάγκη να πάλλονται
τόσο προσεχτικά και αιθέρια, έτσι ώστε ο ήχος
τους να μη ξυπνήσει τους δαίμονες, που κρύβονταν
στα υπόγεια των ψυχών και θελήσουν να τις
κατακυριεύσουν. Η σιωπηλή του ηρεμία είχε βυθίσει
τη βασίλισσα σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, σαν να
προσπαθούσε κι εκείνη να εμποδίσει την εμφάνιση
των δαιμόνων, που καραδοκούσαν στα άστρα και
πολεμούσαν να αιχμαλωτίσουν την ψυχή της.
Μα μέσα στην αγνότητα και την ηρεμία ετούτη,
ένα ουρλιαχτό ακούστηκε και δεν έμοιαζε ούτε με
ανθρώπινη φωνή, ούτε με την κραυγή κάποιου ζώου.
Η προέλευσή του ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί,
εκτός μόνο από την αίσθηση που υπήρχε ότι
ακουγόταν από κάπου ψηλά στον ουρανό. Η έντασή
του ήταν τόσο μεγάλη, που οι νυφάδες του χιονιού
άρχισαν να στροβιλίζονται γρήγορα και ανήσυχα,
ψάχνοντας έναν τρόπο να προσγειωθούν γρηγορότερα
στο χώμα και να λιώσουν γρήγορα τα δευτερόλεπτα
της ελάχιστης ζωής τους που είχαν σε ετούτο τον
κόσμο. Ο ήχος της μουσικής έγινε γρήγορος και
δυνατός σαν τον χτύπο της καρδιάς μέσα στο στήθος
ενός ερωτευμένου ανθρώπου, ενώ η βασίλισσα άνοιξε
ξαφνικά τα μάτια της, κι έμεινε μαρμαρωμένη από
τη φρίκη, που βίωνε μέσα στον τρομερό εφιάλτη της.
Η ισορροπία του κόσμου της αγνότητας και της σιωπής
είχε πλέον διαταραχθεί. Οι πύλες είχαν ανοίξει και
οι δαίμονες χόρευαν τώρα θριαμβευτικά ματώνοντας
τις ανθρώπινες ψυχές. Ακούγονταν τραγούδια άγρια,
που μιλούσαν για πάθη σάρκινα, για ηδονές και
Διονυσιακά μυστήρια, που κατέβαλλαν τις αγνές
ψυχές των ανθρώπων και τους έκαναν να βυθίζονται
πιο βαθιά μέσα στην ύλη, στην κόλαση των πόθων τους
και στα βασανιστήρια των πιο ανομολόγητων και
κρυφών τους φαντασιώσεων. Το λευκό χρώμα είχε
τώρα πια εξαφανιστεί και τη θέση του είχαν πάρει
το μαύρο και το κόκκινο, που μπλέκονταν ολόγυρα στο
χώρο, σαν να πάλευαν για το σκήπτρο της κυριαρχίας.
Ποιος θα νικούσε άραγε; Ο θάνατος ή ο έρωτας;
Η βασίλισσα του χιονιού στάθηκε ηττημένη απέναντι
στη Σελήνη, που χαμογελούσε ηδονικά, γνωρίζοντας
ότι για την πραγματική φύση των ανθρώπων ετούτου
του κόσμου, εκείνη ήταν η απόλυτη εξουσία και αιτία.
Δεν υπήρξαν λόγια, ούτε κραυγές και φωνές δεν
ακούστηκαν στο διάστημα που κοιταζόντουσαν οι δύο
τους αμίλητες. Η βασίλισσα του χιονιού έσκυψε τότε
το κεφάλι και παρέδωσε το σκήπτρο της στη Σελήνη.
Κάπως έτσι εξηγείται η γέννηση ετούτου του κόσμου...
Saturday, February 16, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment