Μαύρος σπόρος. Κατάμαυρος και ελάχιστος,
με άπειρη πυκνότητα. Αιωρείται στη μέση
του απείρου, μοναχικός και παντοδύναμος.
Και φέρει τέτοια δύναμη η μοναξιά του,
τέτοιο πόνο, που πάλλεται ο πυρήνας του
και σκάει. Και τα κομμάτια του, ελάχιστα
μα άπειρα, απλώνονται στον απέραντο χώρο
και χρόνο...
Η ημέρα ξημερώνει. Μοιάζει σαν βροχή από
στάχτη στην ατμόσφαιρα, μαύρη σκόνη, που
στην πτώση της γίνεται σταγόνες, πρώτα αίμα,
ύστερα, όταν το αίμα τελειώνει, νερό.
Καταρράχτες νερού ποτίζουν το ξερό χώμα,
που ρουφιούνται αχόρταγα και χάνονται στα
βάθη του.
Στην άκρη του ουρανού, η Σελήνη γελά και
τρελή ξεγυμνώνεται. Τα πολύχρωμα πέπλα της
τα χαρίζει στον ήλιο, που περνώντας μέσα από
τις ίνες τους, παίρνει μαζί του το χρώμα
τους. Το χωρίζει σε ζώνες και το στέλνει
στη γη. Στο σημείο που αγγίζονται, λένε,
τα χρώματα και η γη, βρίσκεται κρυμμένος
ένας αμύθητος θησαυρός.
Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Η βροχή έχει
πλέον σωπάσει το θρήνο της και ο ήλιος
καθρεφτίζεται μενεξεδένιος σε όσες σταγόνες
απέμειναν ακόμη αρούφιχτες. Νέος αγέρας φυσά
και σκορπίζει τη λάμψη τους πιο πέρα. Πάνω
ψηλά, τα σύννεφα ανοίγουν στον ήλιο και η
μορφή τους μοιάζει με άγγελο, προστάτη της
νέας ζωής.
Στον κάμπο με τα κίτρινα στάχυα, στον κάμπο
με τις ποτισμένες τους ρίζες, που χάνονται
βαθιά στα έγκατα του κάτω κόσμου, κρατώντας
φυλακισμένα τα στοιχειά και διατηρώντας την
ισορροπία στην επιφάνεια, μια πράσινη ακτίνα
προσγειώνεται στο χώμα.
Τα στάχυα λυγίζουν, οι ρίζες ανασαλεύουν,
μα ακόμη κρατούν. Με δέος προσκυνούν την πράσινη
ακτίνα και γέρνουν γύρω της συμμετρικά. Μοιάζει
σαν μια μυστήρια διαταγή να τα έχει οργανώσει
σε σπείρα, που ανοίγει και απλώνει στον κάμπο,
πέρα ως πέρα, μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα.
Μια πράσινη, μικρή φύτρα γεννιέται στο κέντρο
και γελά χαρούμενα αντικρίζοντας τον ήλιο.
Θρεμμένη με χαρά και ζωντάνια, υψώνεται στον
ουρανό. Και μέσα στον παλμό του γέλιου της
αναταράσσεται και γίνεται έλικα, που
στριφογυρίζει χορευτικά.
Ψάχνει να βρει ένα πέρασμα να προχωρήσει
κι άλλο, να μάθει ποιος τη δημιούργησε. Στην
αναζήτησή της ακουμπά σε έναν ασημένιο καθρέφτη,
που βρέθηκε έτσι ξαφνικά εκεί και της κόβει το
δρόμο. Να είναι άραγε αυτός ο προορισμός της;
Ο καθρέφτης αντανακλά τη μορφή μιας γυναίκας
λυπημένης. Η ακτίνα αγγίζει τα μαλλιά της και
αυτά παίρνουν φωτιά, γίνονται φλόγες φωτός.
Τα μάτια της ανοίγουν και γίνονται γαλάζιος
ουρανός. Η μορφή του προσώπου της διαλύεται και
μετασχηματίζεται σε ένα χρυσό αστέρι. Το αστέρι
διαλύεται και γίνεται χρυσή βροχή.
Στον κάμπο, κάτω χαμηλά, μια γυναίκα τινάζει
τα μαλλιά της, που έχουν γεμίσει χρυσόσκονη.
Ένας άντρας αγγίζει το πρόσωπό του και βλέπει
το χρυσάφι μέσα στα χέρια του. Στο δρόμο μπροστά
τους, μια χρυσή γραμμή λαμπυρίζει στο χώμα...
Νοέμβριος, 2007
Saturday, February 9, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment