Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, σουλατσάρεις
κάτω από το δέρμα μου και με τυραννάς. Νιώθω την
ύπαρξή σου, υποχθόνια και ανεπαίσθητη να τσιμπά
τη σάρκα μου, γλυκά, μαλακά, σαν ένα ναρκωτικό,
που με πονάει, αλλά αναζητώ την αίσθησή σου...
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, κληρονομιά
δεκάδων χρόνων, εγκαταστάθηκες στο κορμί μου ύπουλα
και αργά, χώρεσες μέσα από τις τρυπούλες, που αθώα
άφηνα ανοιχτές, ή που κληρονόμησα από τη μοίρα μου,
ποιος ξέρει την προέλευσή σου την αληθινή;
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, σε παραφυλάω,
σε κυνηγώ, σε πολεμώ για χρόνια ατέλειωτα, μα δε
σε νίκησα ακόμη. Τριγυρίζεις ανενόχλητη στις
απέραντες περιοχές της σάρκας μου, τσιμπάς και
τρως τα ζωτικά μου όργανα, τόσο αργά κι επίμονα...
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, λερώνεις την
ευτυχία μου καθημερινά, μολύνεις τα αισθήματά μου,
σε μισώ, δε σε θέλω πια, εξαφανίσου από τη ζωή μου!
Έγινες μια συνήθεια, ένας σύντροφος που έμαθα να ζω
μαζί του, μα τώρα έφτασε η ώρα να χωρίσουμε!
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, δε σε χρειάζομαι,
σε διατάζω να με εγκαταλείψεις! Να γίνουν σκόνη
οι ιστοί, που ύφαινες για χρόνια κάτω από το δέρμα
μου, να γίνει λησμονιά η κάθε σου ανάμνηση! Να χαθεί
από τη μνήμη μου η κάθε υπόνοια της ύπαρξής σου.
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, λύσε μου το μυστήριο!
Ελευθέρωσέ με από τα μάγια σου, μη σκοτεινιάζεις άλλο
το βλέμμα μου. Άφησέ με να ζήσω τη λιακάδα κάθε ημέρας,
να απολαύσω τον ήλιο ανέμελα και ήρεμα. Σβήσε από τη
σκέψη μου κάθε σκοτάδι, που μου ψιθυρίζεις...
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, πες μου, αν ζεις και
σε άλλα σώματα, αν τυραννάς κι άλλες ψυχές, ή μόνο τη
δική μου. Κουράστηκα να σε φέρνω στο μυαλό μου, να
ντρέπομαι, να κρύβω, να καταδιώκω τα ίχνη σου, να
καθαρίζω τις μορφές, που υφαίνεις τις σαρδόνιες.
Μικρή, ελάχιστη, κόκκινη αράχνη, πες μου πριν φύγεις!
Γιατί με κυνηγάς, γιατί σε δημιούργησα; Τί μου προσφέρεις
και σε άφησα να σέρνεσαι ανενόχλητη, κυρίαρχη του είναι
μου; Μήπως εσύ κρατάς τα πάθη ζωντανά, μήπως σε εσένα
οφείλεται ο παλμός ο ατέρμονος της ψυχικής μου δύναμης;
Κάθε άνθρωπος κουβαλά κάτω από το δέρμα του τις δικές
του αράχνες. Υφαίνουν ιστούς με ύλη ψυχική, με σκέψεις
απωθημένες, που μπλέκονται σε παντοδύναμους κόμπους.
Κι αναρωτιέμαι, αν πάψουν οι αράχνες να μας εξουσιάζουν,
θα πάψουμε άραγε να νιώθουμε τόσο έντονα την κάθε μας
στιγμή, να έχουμε το κίνητρο να αγωνιζόμαστε; Ή πρέπει
να τις διώξουμε, να μην παρασυρόμαστε από την ψεύτικη
αίσθηση, ότι τάχα τις χρειαζόμαστε;
Επιλέγω το δεύτερο.
Ας γίνει η επιλογή μου η νέα μου πραγματικότητα!
Sunday, December 2, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment