Friday, October 12, 2007

Η 1002η μέρα -β

Όταν η Σεχραζάντ ξύπνησε εκείνη τη μέρα και αντίκρισε
το λατρεμένο της Αφέντη ακίνητο δίπλα της στο κρεββάτι,
δεν κατάλαβε αμέσως τη μοιραία φύση του τραγικού γεγονότος.
Χαμογελαστή και ναζιάρα όπως πάντα, κλωθογύρισε και
αναρωτήθηκε πώς και δεν ήταν κουλουριασμένη, όπως πάντα
μέσα στη ζεστή του αγκαλιά; Ανασηκώθηκε και τον πλησίασε.
Με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια της έγειρε από πάνω του
μαλακά για να τον ξυπνήσει με ένα γλυκό φιλί, όταν με αγωνία
συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε εντελώς καλά.

Ο Σουλτάνος ήταν ακίνητος, το σώμα του έμοιαζε παγωμένο και
ίχνος ανάσας δεν φαινόταν να βγαίνει από τα χείλη του.
Η Σεχραζάντ ένιωσε την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή μέσα
στο στήθος της και μέσα σε αναφιλητά τον ξεσκέπασε και
άγγιζε το σώμα του με λατρεία και αγωνία, ψάχνοντας απεγνωσμένα
να ανακαλύψει, έστω και ένα μικρό σημάδι θέρμης και ζωής πάνω
στο αγαλμάτινο σώμα του. Μάταια όμως, ο Αφέντης της ήταν τόσο
ακίνητος και παγωμένος, που η καημένη η σκλάβα ένιωσε να πέφτει
στο σκοτεινό βάθος της αμετάκλητης και μοιραίας αλήθειας του.

Ένα παντοδύναμο ρίγος γεμάτο θρησκευτική ευλάβεια τη συντάραξε,
δίνοντάς της τη δύναμη να ευχηθεί με όλη τη δύναμη της ψυχής της,
αυτό που συνέβαινε δίπλα της να ήταν είτε το φάντασμα ενός
επίμονου εφιάλτη, είτε κάποιο από τα χιλιάδες κόλπα, που
ο λατρεμένος Αφέντης της σκαρφιζόταν καθημερινά για να
δοκιμάσει για ακόμη μια φορά την αφοσίωση και την υποταγή της
πιστής σκλάβας του σε Αυτόν. Προσπάθησε να χαμογελάσει με αυτή
τη σκέψη στο νου της και να αγνοήσει τους δυνατούς χτύπους της
καρδιάς της, που έμοιαζε σαν να ήθελε να σκίσει τα στήθη της,
το τρέμουλο, που απλώνονταν τώρα σε όλο της το σώμα, τη
γρήγορη αναπνοή της και τον ιδρώτα, που έρεε σαν κρύο νερό πάνω
της.

Ψιθυρίζοντας σε Αυτόν λόγια αγάπης, ανάμεικτα με μαγικά ξόρκια
που γνώριζε και που η δύναμή τους την είχε συντροφεύσει σε όλη της
τη ζωή, του αφαίρεσε με προσοχή τα ρούχα και τον κάλυψε με το
σώμα της, για να του μεταγγίσει τη θέρμη του κορμιού της, της
καρδιάς της, της ψυχής της, για να σταλάξει μέσα σε εκείνο το
παγωμένο και ακίνητο σώμα όση ζωή βαστούσε και αυτή η ίδια μέσα
της. Τον κάλυψε και με το στόμα της τον φίλαγε και τον έγλυφε
παντού για να τον ζεστάνει, για να τον κάνει να συνέλθει και
να επανέλθει στη φυσιολογική, ζωντανή κατάσταση, που πάντα μέσα της
πίστευε με σιγουριά ότι θα ήταν αιώνια.

Τα χέρια της χάιδευαν το σώμα του, μαλακά, απαλά, προσπαθώντας να
ξυπνήσουν το αίμα μέσα στις φλέβες του και να το κάνουν να κινηθεί
ξανά, όπως πάντα. Η γλώσσα της έγλυφε το λαιμό, το στήθος, τους
ώμους του Σουλτάνου, προσπαθώντας να τον ζεστάνει και να καλέσει
τον ανύπαρκτο σφυγμό του πάλι σε εκείνο το ρυθμικό παλμό, που του
έδινε τη ζωή. Τον φίλαγε στα μάτια, στα φρύδια με πάθος, του
μίλαγε και του διηγόταν με παθιασμένη ψιθυριστή φωνή τις πιό
αγαπημένες του φαντασιώσεις, ώστε να σαγηνεύσει το μυαλό του
και να το πείσει να δώσει εντολή στο σώμα του Αφέντη της να κινηθεί,
στην αναπνοή του να ξεκινήσει, στο αίμα να ρέει στις φλέβες του.
Του υποσχόταν αιώνια υποταγή και του ορκιζόταν ότι η αφοσίωσή της
θα ξεπερνούσε κάθε δυνατό όριο σε εκείνον και σε άλλους κόσμους.

Δε γνωρίζει πόσες ώρες έμεινε η πιστή Σεχραζάντ πάνω στο σώμα
του λατρεμένου της Αφέντη και Σουλτάνου, γιατί ο χρόνος έπαψε να
έχει οποιαδήποτε σημασία, στο κατώφλι του θανάτου, όπου ο Χάρος
με σαρδόνιο γέλιο περίμενε σαδιστικά να παραλάβει μια ακόμη
ψυχή για να την συνοδέψει στο σκοτεινό του βασίλειο. Δε γνωρίζει
αν ήταν μέρα, ή αν ήταν νύχτα, αν πέρασαν ώρες, μέρες, μήνες,
χρόνια από τότε, όταν αναπάντεχα και ανεπαίσθητα ένιωσε εκείνο
το τοσοδούλικο, δειλό αναρίγισμα ανάμεσα από τα μάτια του
Αφέντη της και μια υποψία ενός χαμόγελου ικανοποίησης να πλανιέται
αδιόρατα πάνω στα χείλη του. Γνωρίζει μόνο ότι εκείνη τη στιγμή
η μοίρα της είχε χαρίσει την πιό ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της...

No comments:

Post a Comment