Καθισμένη στο σκοτάδι, ανυπόμονα περιμένει
να ανάψουν οι προβολείς...
Τα φώτα άναψαν, και ήταν φώτα σε χρώματα πολλά.
Από χίλιες μυστικές γωνίες φώτιζαν τη σκηνή
και έκαναν τα αντικείμενα να φαντάζουν μαγικά
στα μάτια της.
Η σιωπή και το σκοτάδι φαινόταν τώρα σαν ένα ψέμα:
Το έργο μόλις ξεκινούσε και όλα φάνταζαν υπέροχα.
Με μάτια διάπλατα ανοιχτά και καρδιά που χτύπαγε
τρελά παρακολουθούσε το υπέροχο θέαμα,
ένα συνονθύλευμα εικόνων, ήχων, κινήσεων.
Όλα ήταν τόσο μαγευτικά, τόσο μοναδικά και
καινούργια για αυτήν, τόσο κοντινά και ζωντανά,
που ένιωθε σαν να συμμετείχε στην παράσταση και
εκείνη η ίδια, σαν η παράσταση αυτή να μην ήταν
μόνο ένα εφήμερο θέαμα, μα η ίδια της η ύπαρξη.
Όσο το έργο προχωρούσε, όσο οι σκηνές και τα
επεισόδια διαδέχονταν το ένα το άλλο, ένιωθε
ταυτόχρονα ευτυχισμένη, αλλά και γεμάτη αγωνία,
για το τέλος του έργου, για την κορύφωση...
Τα φώτα της σκηνής, πολύχρωμα και δυνατά.
Η μουσική, σαγηνευτική και υπέροχη.
Τα σκηνικά, τόσο πραγματικά, τόσο ρεαλιστικά.
Οι ηθοποιοί, ένας προς έναν, έμοιαζαν σαν να
ενσάρκωναν κάθε της σκέψη, κάθε της συναίσθημα.
Τα φώτα της σκηνής, πολύχρωμα και δυνατά.
Η μουσική, σαγηνευτική και υπέροχη.
Το έργο πλησίαζε τώρα στην κορύφωσή του.
Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, ένιωθε
το τέλος να έρχεται να τη λυτρώνει, να την
ανυψώνει, να τη μετουσιώνει...
Πόσο θα ήθελε εκείνη η παράσταση να μην τελειώσει ποτέ!
Πόσο αλήθεια φοβόταν το τέλος εκείνης της παράστασης!
Γιατί, αργά ή γρήγορα, κάθε παράσταση έχει ένα τέλος.
Δεν το θέλουμε, δεν το επιδιώκουμε, αλλά δε μπορούμε
και να ξεφύγουμε από αυτό. Ίσως η γνώση του τέλους,
η αγωνία ότι κάποτε θα χάσουμε κάτι που αγαπάμε
τόσο πολύ, να το κάνει αληθινά υπέροχο, να το
κάνει ιερό και πολύτιμο.
Για το λόγο αυτό, κάθε ιστορία έχει στο τέλος της
κάτι που φεύγει, κάτι που χάνεται...
Όχι, δεν είναι που αρνείται τη ζωή, τη χαρά, την ευτυχία,
είναι η ανάγκη της να αγγίξει την αιωνιότητα,
είναι η γνώση της ότι τα πάντα είναι εφήμερα και ρευστά.
Πώς να αγγίξεις την αιωνιότητα, όταν όλα κάποτε
φεύγουν και χάνονται στη λήθη, σαν σταγόνες βροχής,
που ρούφηξε το διψασμένο χώμα την επόμενη μέρα;
σαν τη λάμψη της πανσελήνου, που το χάραμα χάνεται
στον ορίζοντα μιας ασημένιας θάλασσας;
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, χαμογέλασε ανέμελα,
η παράσταση ακόμη κρατούσε...
Παραδομένη στην ενδιαφέρουσα υπόθεση,
στα πάθη των ηθοποιών, στις δικές της συγκινήσεις,
ξεχάστηκε και ένιωσε ότι το θέαμα μπροστά της
ήταν κάτι αιώνιο, κάτι παντοτινό.
Σηκώθηκε, πλησίασε τη σκηνή,
έγινε η ίδια μέρος του έργου,
και χόρεψε, τραγούδησε, έζησε τα ίδια πάθη,
τις ίδιες συγκινήσεις, που πριν από λίγες στιγμές
παρακολουθούσε από πολύ κοντά...
Αργότερα, σηκώθηκε ψηλά, πολύ ψηλά,
πάνω από τα καθίσματα, πάνω από το θέατρο,
πάνω από το χρόνο και το χώρο.
Και είδε έργα πολλά να παίζονται σε διάφορα θέατρα...
Σε κάποια ένιωσε τον εαυτό της ως θεατή,
ή τον θυμήθηκε ως έναν ηθοποιό.
Αλλά τώρα, τα πάθη, οι συγκινήσεις, τα συναισθήματα
της φαίνονταν τόσο μακρινά, τόσο ακίνητα.
Άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε στο άπειρο.
Έκλεισε τα μάτια της και βρέθηκε και πάλι
καθισμένη μπροστά από τη σκηνή...
Τα φώτα της σκηνής, πολύχρωμα και δυνατά,
Η μουσική, σαγηνευτική και υπέροχη...
Saturday, August 25, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment