Ήταν απομεσήμερο μιας φθινοπωρινής μέρας,
με σύννεφα που σκόρπιζαν ολόγυρα τις απαλές
ακτίνες του ήλιου, τα απομεινάρια καυτών χορδών,
που ύστερα από ώρες εξοντωτικής επίθεσης,
ηρεμούσαν πλέον χαλαρές και ήπιες πάνω σε
βαμβακένια στρώματα, που έστελναν τους απόηχούς
τους μέχρι κάτω στη γη.
Πάνω σε ένα τραπέζι, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο
ένα βιβλίο, παράξενο δώρο αλλόκοτης προέλευσης,
τράβηξε το ενδιαφέρον της. Το σχέδιο στο εξώφυλλο,
ένα τοπίο με βουνά, δύο λίμνες και έναν γκρεμό,
έμοιαζε ταυτόχρονα οικείο και ξένο. Ένιωσε ζεστασιά
και εμπιστοσύνη για το βιβλίο, έτσι άρχισε να
γυρίζει τις σελίδες του και να παρασύρεται μέσα
από λέξεις, παραμυθένιες νότες ασπρόμαυρης σύνθεσης,
στους πρωτόγνωρους κόσμους της χάρτινης φαντασίας.
Διάβαζε ξαπλωμένη νωχελικά, καθώς οι ελάχιστες πλέον
ακτίνες του ήλιου αποχαιρετούσαν ναζιάρικα τις τελευταίες
καμπύλες και γραμμές του δωματίου, αφήνοντας πίσω τους
ίχνη χρυσής σκόνης, που γρήγορα όμως εξαφανίζονταν,
καθώς η νύχτα, σαν επίμονη νοικοκύρισσα σκούπιζε
βιαστικά την περιουσία της, έτοιμη να στρώσει πάνω της
τα δικά της σεντόνια, πλασμένα από ύλη μυστηρίου
και ασπρόμαυρων σκιών.
Αδύναμη να φέρει αντίσταση στο βαρύ μεταλλικό πέπλο,
που φαίνεται μαγνήτιζε τις άκρες των βλεφάρων της
μέχρι να πέσουν στο κατώφλι των ματιών της, παραδόθηκε
στους υπηρέτες του ύπνου, που σήκωσαν απαλά και
αθόρυβα το σώμα της, για να το μεταφέρουν, ποιος ξέρει
σε ποιο κρυφό και απόμακρο ξέφωτο του δάσους των σκιών,
που ο χορός τους τροφοδοτούσε κάθε νύχτα τις ψυχές
των ανθρώπων με υποψίες εικόνων, που αιχμαλώτιζαν και
υπνώτιζαν τη θέλησή τους, κάνοντάς τους να ξυπνούν
είτε τρομαγμένοι, είτε χαρούμενοι, προσμένοντας να
πραγματοποιηθεί το άυλο περιεχόμενο των νυχτερινών τους
φαντασιώσεων.
Καθώς περνούσε την ασαφή πύλη που χώριζε τους κόσμους
της πραγματικότητας και του ονείρου, μια αστραπιαία
ματιά ανάμεσα τους, της αποκάλυψε το δρόμο που ακολουθούσε:
Το σχέδιο στο εξώφυλλο του βιβλίου άρχισε να μεγαλώνει,
να απλώνεται γύρω της, να γίνεται ύλη και κόσμος και
αλήθεια, και εκείνη βρέθηκε ξαφνικά στο χείλος του
γκρεμού να κοιτά τρομαγμένη και έκπληκτη το παράξενο τοπίο
μπροστά της.
Το πλάτωμα στο οποίο στεκόταν τώρα βρισκόταν εκατοντάδες
μέτρα πάνω από μια καταπράσινη πεδιάδα, πάνω στην οποία
μπορούσε να διακρίνει τα σχήματα από δύο λίμνες, ένα
περίπλοκο δίκτυο δρόμων αναμεταξύ τους και στο βάθος,
στην πλαγιά των ψηλών βουνών, τις στρόγγυλες σκεπές από
κάποιο παλάτι, παράξενα και ανεπαίσθητα γνώριμου, που
η θέα του την έκανε να αγωνιά και διέταζε την αναπνοή της
να ταρακουνά βίαια το στήθος της.
Η λίμνη στα δεξιά ήταν κάπως μεγάλη. Το περίγραμμά της ήταν
περίπλοκο, θα μπορούσες να δεις το γράμμα Ωμέγα αν μισόκλεινες
τα μάτια σου, να σχηματίζει το όριο μεταξύ πράσινης χλόης και
ασημογάλαζου νερού. Από το βάθος του νου της μια αλλόκοτη
σκέψη ξεπήδησε, που σαν μια επίμονη βεβαιότητα την οδηγούσε
να αναγνωρίσει το παράξενο αυτό σχήμα ως το πανάρχαιο και
μυστηριακό σύμβολο του "Ωμ", εκείνο τον πρωταρχικό και αρχέγονο
ήχο, που λέγεται ότι η δόνηση του ήταν η έσχατη αιτία της
δημιουργίας του σύμπαντος. Η λίμνη στα αριστερά δεν έμοιαζε
ουσιαστικά με λίμνη, παρά με μια μικρή, στρόγγυλη, ίσως
τεχνητή δεξαμενή με διάμετρο όχι παραπάνω από λίγα μέτρα.
Στεκόταν εκεί σαν μαρμαρωμένη, κοιτώντας το παράξενο τοπίο,
που στην ουσία δεν ήταν άλλο, παρά το εξώφυλλο του βιβλίου
που πριν λίγη ώρα είχε αφήσει τη μαγεία των λέξεών του να
συμμαχήσει με τις πλάνες ακτίνες της νεογέννητης Σελήνης,
ώστε να τη μεταφέρουν σε αυτόν τον παράξενο ονειρικό κόσμο.
Στεκόταν εκεί σαν μαρμαρωμένη, γιατί από τα βάθη του είναι
της μια φωνή την καλούσε επιτακτικά να πέσει στο γκρεμό, να
αφήσει το σώμα της να παρασυρθεί και να χαθεί στο έλεος μιας
πτώσης, απαραίτητης και αναγκαστικής, γιατί μέσα από αυτή
της την πράξη θα περνούσε τις μυστικές πύλες, που άνοιγαν
το βασίλειο ενός παράξενου παραμυθιού, σχεδιασμένου ειδικά
για εκείνην.
Κοιτούσε με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια της. Μνήμες από
όνειρα του παρελθόντος της υπενθύμιζαν σιγανά και απόλυτα ότι
αυτή ήταν η μοίρα της, το πεπρωμένο της και ότι σε καμία
περίπτωση δε θα μπορούσε να το αποφύγει. Ένα βήμα μπροστά της,
το χείλος του γκρεμού την προσκαλούσε με μια βαθιά, απόλυτη φωνή,
χωρίς να της αφήνει κανένα περιθώριο για επιστροφή, καμία
εναλλακτική λύση. Η ίδια φωνή νόμισε ότι άκουσε να την προειδοποιεί
να μη φοβάται, γιατί η πτώση της δε θα την άφηνε κομματιασμένη,
σκοτωμένη στο βάθος του φόβου της, αλλά θα την μετέφερε με
μαγικό τρόπο στον τόπο, όπου το πεπρωμένο της την καλούσε για
να της αποκαλύψει κάποιο πανάρχαιο μυστικό, που τώρα είχε
φτάσει η μοιραία στιγμή επιτέλους να το γνωρίσει και να το
αποδεχτεί.
Μια αλλόκοτη προσταγή την οδήγησε να αφήσει το σώμα της να
πέσει ακριβώς στο κέντρο της μικρής, στρόγγυλης λίμνης στα
αριστερά. "Όταν το γαλάζιο νερό της λίμνης γίνει κόκκινη φωτιά,
τότε θα φτάσεις στον προορισμό σου", ένιωσε τη σκέψη της να τη
διατάζει, καθώς τρομαγμένη και νικημένη αφέθηκε στη μοιραία πτώση...
Ένιωθε τον αέρα να περιδινίζεται γύρω της, ένιωθε την ορμητική
γεύση του θανάτου να την περικυκλώνει, καθώς το έδαφος χάθηκε και
εκείνη παραδόθηκε με φρίκη σε αυτό, που δεν αναγνώριζε ως άλλο,
παρά τον θάνατο και τον αφανισμό της.
Την επόμενη στιγμή βρέθηκε να στέκεται όρθια σε έναν έρημο δρόμο,
στην καταπράσινη κοιλάδα ανάμεσα στις δύο λίμνες. Το σιωπηλό και
παράξενο τοπίο γύρω της αντανακλούσε εκείνο το σπάνιο φως, με το οποίο
κάποιες φορές ο ήλιος στο βασίλεμά του αφήνει να χρωματίζεται ο
ουρανός με ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα και να καθρεφτίζονται στο νερό
υπέροχες αποχρώσεις του πορτοκαλί και του μωβ. Περπάτησε προς τα
βουνά στο βάθος...
Βρέθηκε μέσα σε μια πολύβουη αίθουσα μέσα σε ένα κτίριο, που ήταν
σίγουρη ότι επρόκειτο για κάποιο παλάτι. Ο διάκοσμος γύρω της
ήταν παράξενα οικείος. Ανατρίχιασε ξαφνικά, καθώς διαπίστωσε ότι
τα αντικείμενα, που έβλεπε γύρω της, η αίθουσα, ακόμη και ο δρόμος,
που μέσα από αυτόν με κάποιον μυστηριώδη τρόπο οδηγήθηκε εκεί,
ήταν εικόνες, που περιγράφονταν ζωντανά μέσα στο βιβλίο, που πριν
από ποιος ξέρει πόση ώρα, διάβαζε ξαπλωμένη στο σπίτι της.
Παραξενεμένη για την ομοιότητα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας,
έδωσε την υποσυνείδητη διαταγή στο φύλακα των δύο κόσμων να την
επιστρέψει πίσω, στην αρχή του ταξιδιού της, μέσα στο δωμάτιο. Εκεί
η νύχτα είχε πλέον τακτοποιήσει και μαζέψει τα ελάχιστα υπολείμματα
του φωτός της προηγούμενης ημέρας και πλάγιαζε τώρα νωχελικά δίπλα
της, ανυπόμονη και παιχνιδιάρα, έτοιμη να την τρομάξει, έτσι όπως
εκείνη ξαφνικά θα ξυπνούσε αλαφιασμένη, στέλνοντας στα μάτια της
κάποια απροσδιόριστη σκιά, που θα έμοιαζε με κάποιο σχεδόν γνώριμό
της εφιάλτη από το ξεχασμένο παρελθόν.
Ξύπνησε με το βιβλίο στα χέρια της και χαμογέλασε πλέον με ανακούφιση,
αφού η αποκάλυψη που πριν δευτερόλεπτα έσπασε τα αλλόκοτα μάγια της
φρικτής της πτώσης και της θέας της αίθουσας του παλατιού, της χάριζε
τώρα την πολυπόθητη εξήγηση για την εμπειρία της: Είχε κοιμηθεί
διαβάζοντας το βιβλίο και παρασυρμένη στον ειρμό του, είχε ονειρευτεί
το περιεχόμενό του.
Το ξεκούραστο σώμα της, τα περίεργα μάτια της και η ανανεωμένη της
διάθεση, αποτέλεσμα της βαθιάς, αν και ίσως ολιγόλεπτης ανάπαυσής της,
της πρόσφεραν τώρα αρκετή ενέργεια, ώστε να ξαναβυθιστεί στην
ανάγνωση του ενδιαφέροντος βιβλίου της.
Έτσι λοιπόν αφέθηκε ξανά να κυλήσει στα αυλάκια των γραμμών του,
πιάνοντας σχεδόν στα τυφλά το νήμα, που ο ύπνος της είχε αρπάξει
ύπουλα από τα χέρια της πριν λίγη ώρα.
Λίγες γραμμές παρακάτω, οι λέξεις του βιβλίου περιέγραφαν την ύπουλη
επίθεση του ύπνου, την αστραπιαία μεταφορά της στο χείλος του γκρεμού,
την πτώση της και τελικά την περιπλάνησή της στο δρόμο ανάμεσα στις
δύο λίμνες, ακόμη και τις ίδιες της τις σκέψεις και τα συναισθήματα,
που ένιωθε όταν αυτά συνέβαιναν. Με φρίκη διαπίστωσε την αμετάκλητη βεβαιότητα
ενός μυστηρίου, που έδενε το βιβλίο με το όνειρό της: Το περιεχόμενο του
βιβλίου έμοιαζε να είχε γραφτεί, γνωρίζοντας ήδη το τί είχε προηγούμενα
ονειρευτεί! Μα πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβαίνει; Η αλλόκοτη
φύση μιας τέτοιας αδύνατης πιθανότητας την έκανε να ανατριχιάσει
μέχρι τα βάθη του είναι της.
Το βιβλίο μπροστά της φαινόταν δεμένο τώρα με παράξενα μάγια, σαν μια
ολοζώντανη ψυχή, φυλακισμένη μέσα του για κάποιον άγνωστο λόγο, να
εκτελούσε διαταγές, που αφορούσαν το πεπρωμένο της. Έτρεμε από
ένα συναίσθημα που γεφύρωνε τα όρια ενός ακραίου τρόμου και ενός απόλυτου
θαυμασμού, προσπαθώντας έτσι να συγκρατήσει τους παλμούς της καρδιάς της,
που έμοιαζαν να βιάζονται να επαναφέρουν στην τρομοκρατημένη τους πηγή
όλο το κόκκινο ποτάμι, που σκόρπιζε τη ζωή σε σάρκινα τοπία, γεμάτα
λαβυρινθώδη τούνελ πολύπλοκων διασταυρώσεων. Διέταξε την αναπνοή της
να παραταχθεί σε διάταξη πολεμική, να συμμαχήσει με τον πολυμήχανο νου της,
ώστε να ξεδιαλύνει το πρωτόγνωρο μυστήριο, που ξαφνικά πήρε το ρόλο
του βασανιστή της.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν να παραδοθεί νικημένη και
πάλι στα δίχτυα του ύπνου, αφήνοντας τη μαγεία του βιβλίου να τελειώσει
το έργο, που τόσο καλά είχε σχεδιάσει ώστε να την αφοπλίσει.
Αστραπιαία, βρέθηκε και πάλι στο χείλος του γκρεμού, ενώ στα αφτιά της
αντιχούσε ξανά εκείνος ο βαθύς γνώριμος προσταγμός: Αφέσου! Ο σκοτεινός
βράχος χαιρέτησε για ακόμη μια φορά την πτώση της και εκείνη προσγειώθηκε
στο δρόμο ανάμεσα στις δύο λίμνες, έχοντας ακόμη στα μάτια της την
παράξενη εικόνα ενός γαλάζιου νερού, που γίνεται κατακόκκινη φλόγα...
Τώρα μπροστά της, στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου συναντούσε τα βουνά,
έβλεπε την αρχή ενός τούνελ. Μπροστά στην είσοδο του, ένας άντρας,
μέσης ηλικίας, με χαρακτηριστικά Κινέζου, ντυμένος σε μπεζ δυτικά ρούχα,
της χαμογέλασε και τη χαιρέτησε. Τον κοίταξε απορημένη και ξαφνικά από
τα βάθη του νου της μια κάπως ξεχασμένη μνήμη, ο απόηχος μιας παλιάς
διδασκαλίας, που αφορούσε την σχεδόν μυθική ύπαρξη ενός προσωπικού
"ψυχικού οδηγού", που κάποτε θα συναντούσε σε κάποιο όνειρό της, την
έκανε να αποκτήσει πλήρη συνείδηση του ονείρου, μέσα στο οποίο ζούσε
τη συνέχεια του μυστηριώδους παραμυθιού της.
"Όταν συναντήσεις τον Οδηγό σου, τότε ρώτα τον τρεις φορές ποιο είναι
το όνομά του. Την τρίτη φορά θα σου το πει και τότε θα πρέπει να θυμηθείς
αυτό το όνομα, αλλά ποτέ δε πρέπει να το αποκαλύψεις σε κάποιον άλλο.
Όταν θελήσεις να τον καλέσεις στο όνειρό σου, χρησιμοποίησε αυτό το όνομα."
Η μνήμη της παλιάς διδασκαλίας γέμισε με τον ήχο της τα αφτιά της και
με πρωτόγνωρη διαύγεια για άνθρωπο που ονειρεύεται, τον κοίταξε και τον
ρώτησε αν είναι αυτός ο οδηγός της.
Και όταν, "ναι" αυτός απάντησε, τότε του ζήτησε να της αποκαλύψει το
μυστικό του όνομα. Και ο οδηγός έσκυψε στο αφτί της και σιγανά και
ολοκάθαρα της είπε κάθε ένα από τα γράμματα του ονόματός του. Και έπειτα
της πήρε το χέρι και της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο βάθος του τούνελ.
Η ίδια σκηνή, όπως στο πρώτο της όνειρο επαναλήφθηκε, μόνο που τώρα
δεν διακόπηκε για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα, αφού αυτή τη
φορά είχε επιλέξει μόνη της, άφοβα και θαρραλέα να συναντήσει το μυστικό
που την περίμενε. Μέσα στην αίθουσα γινόταν κάποιο συμβούλιο. Άνθρωποι
άγνωστοι σε αυτή, ντυμένοι με ρούχα αρχοντικά, την υποδέχτηκαν σαν να
ήταν από παλιά και εκείνη μέλος εκείνου του αρχαίου τάγματος. Της
αποκάλυψαν ότι το "βασίλειο" κινδύνευε, το παλάτι θα καταστρεφόταν και
η δύναμη και η γνώση θα χανόταν για πάντα και από εκείνο τον κόσμο...
Η νέα, μυστική τοποθεσία, όπου ετοιμάζονταν να μεταφερθούν ήταν πάνω
στα βουνά, δυτικά, μέσα σε μια δύσβατη κοιλάδα. Έπρεπε να βιαστούν,
γιατί γρήγορα οι εχθροί πλησίαζαν τα βουνά και δε θα είχαν άλλη ευκαιρία
για σωτηρία.
Την επόμενη στιγμή βρέθηκε να κοιμάται σε ένα κρεββάτι, στη μέση ενός
δωματίου, που της θύμιζε έντονα το δωμάτιο, όπου κοιμόταν όταν ήταν
ακόμη παιδί. Έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου, η πόρτα της
κουζίνας και του μπαλκονιού. Ξαφνικά, ο τοίχος που χώριζε το εσωτερικό
από το εξωτερικό του σπιτιού άρχισε να διαλύεται, κομμάτια τοίχου έπεφταν
με θόρυβο και από τις σκισμές τους, είδε ανατριχιάζοντας ένα πλήθος από
πουλιά να επιτίθενται στο δωμάτιο. Με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια
της παρακολουθούσε την εισβολή των πουλιών, που μέσα από την κοιμισμένη
και αλαφιασμένη της ψυχή ένιωθε ότι ήρθαν για να καταστρέψουν τα πάντα!
Μισάνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε το αλλόκοτο, μα τώρα ξένο θέαμα
των τοίχων και της οροφής της παλιάς, γνώριμης κάμαράς της: Βρισκόταν
στο σκοτεινό και πανύψηλο δωμάτιο ενός παλιού πύργου! Στα δεξιά της, τρεις
γάτες δύο γκρίζες και μια μαύρη, σκαρφάλωναν στον τοίχο: Ήταν οι μυστικοί
της προστάτες και υπηρέτες, αυτοί, χάρη στους οποίους εξοντώθηκαν τώρα
όλα τα πουλιά που βρίσκονταν κομματιασμένα στο πάτωμα.
Με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, έκλεισε τα μάτια, σκεπάστηκε με
το πάπλωμα και ευχόταν ολόψυχα όλα αυτά να μην ήταν άλλο, παρά ένα
ακόμη αλλόκοτο όνειρο. Φώναζε μέσα της ότι ονειρεύεται και η δύναμη της
σιωπηλής της φωνής είχε τέτοια δύναμη, που έκανε τις πέτρες του πύργου
να δονούνται υπόκωφα. Φώναζε, και ικέτευε. Και η ικεσία της είχε έναν τέτοιο
τρόμο ψυχής, που έκανε όλα τα άψυχα κουφάρια των πουλιών να σκορπιστούν
στον άνεμο της λήθης, σαν πούπουλα διάφανης σύστασης. Ικέτευε και έτρεμε.
και ο τρόμος της ήταν τόσο απόλυτος, που ένιωσε το βράχινο ταβάνι του
δωματίου της να σπάει σε χίλια κομμάτια.
Και καθώς ο βράχος έσπαγε, έλιωνε και υλοποιούσε στην επιφάνειά του
παράξενες, πολύχρωμες μορφές εντόμων, πλασμένων από πηχτό λαμπερό χρώμα,
που λιώνοντας προσγειώνονταν απαλά και βαριά πάνω στα σκεπάσματά της.
Ένιωθε την υφή τους πάνω στο σώμα της και η αμετάκλητη βεβαιότητα, που
τόσο πολύ προσπαθούσε να απομακρύνει, ότι όλα αυτά δε μπορούσαν να είναι
ένα όνειρο, ξαναγύρισε ορμητικά, την κατέκλυσε και τελικά την οδήγησε στην
τραυματική απόφαση να ανοίξει τα μάτια της και να αντικρίσει
την πραγματικότητα.
Μπροστά της τώρα έβλεπε ένα σκηνικό θεάτρου. Η κουρτίνα του παραμερίστηκε
και από πίσω εμφανίστηκαν κάποια γνωστά της άτομα. Ένας της χαμογέλασε
και της είπε να μη φοβάται. "Όλα αυτά που έζησες δεν είναι ένα όνειρο.
Είναι μια εμπειρία, που σου έχει δωριθεί. Ονομάζεται μυητικό παραμύθι.
Τώρα μπορείς να ξυπνήσεις!"
Thursday, August 9, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment