Ο αγέρωχος και αρρενωπός Αδάμ καθόταν ανυποψίαστος
κάτω από μια πανάρχαια βελανιδιά, στο κέντρο της
Εδέμ. Ήταν απομεσήμερο, οι ζεστές και διακριτικές
ακτίνες του ήλιου χάιδευαν τα γυμνά του μπράτσα,
ενώ το πουκάμισο, ξεκούμπωτο μέχρι το στέρνο, άφηνε
το απαλό, απογευματινό αεράκι να παίξει ανέμελα με
τις καστανές, παιχνιδιάρικες τρίχες, που χαρούμενες
αργοσάλευαν σε κάθε υποψία αέρινης πνοής. Ήταν μια
αίσθηση γλυκιά και μεθυστική, ίσως και κάπως υπνωτική,
γιατί ο Αδάμ είχε φαίνεται παραδοθεί δίχως αντίσταση
σε αυτή, μισοκλείνοντας νωχελικά τα μάτια του και
αφήνοντας μέσα από τις μακριές, πυκνές του βλεφαρίδες,
μια ηλιαχτίδα να του μουρμουρίζει κάποιο παράξενο
παραμύθι, που έκανε τα λεπτά, ζωγραφιστά του χείλη
να χαμογελούν ηδονικά...
Ήταν απομεσήμερο και ο απόμακρος ήχος από ένα
καταγάλανο ρυάκι, μετέφερε τις σιγανές ικεσίες των
κατοίκων του βυθού του μέχρι τα καλοσχηματισμενα αφτιά
του Αδάμ, φανερώνοντας του τα μυστικά της Σελήνης,
τα σκοτεινά όνειρα της Αφέντρας της Άλλης Όψης της,
που σαν μια προαιώνια και αναπόφευκτη πραγματικότητα,
έμοιαζε λες και σερνόταν μαλακά στο υγρό χώμα πίσω από
την πλάτη του Αδάμ, έτοιμη για ποιος ξέρει τι είδους
αποτρόπαια και σατανική επίθεση σε εκείνον, τον
πρώτο και μοναδικό άνδρα του Παραδείσου...
Ο Αδάμ αναρίγησε, αλλά υπέθεσε ότι η προειδοποίηση των
κατοίκων του βυθού για την Σκοτεινή Αφέντρα της Άλλης Όψης
της Σελήνης δεν ήταν άλλο από μια ψευδαίσθηση, ένας
αντικατοπτρισμός κάποιου δικού του ενδόμυχου φόβου, αλλά
και επιθυμίας. Μάλωσε τον εαυτό του και ξέχασε στη στιγμή
τα όσα άκουσε, για την τρομερή και φρικιαστική μοίρα, που
τον περίμενε στην άκρη του σούρουπου...
Έτσι, καθώς η ώρα περνούσε και ο ήλιος χανόταν
ζωγραφίζοντας με κόκκινες πινελιές την άκρη του ορίζοντα,
ο Αδάμ παρασυρόταν σε ένα μεθυστικό ύπνο, όπου τα όνειρα
και η πραγματικότητα αλληλομπλέκονταν σε ένα αραχνοΰφαντο
ιστό, που τον έδενε εκεί όπου καθόταν. Έναν ιστό όμως,
που η αραχνοΰφαντη του σύνθεση, η πλασμένη τώρα από
σκοτεινές νότες Σελήνης, ήταν τόσο ανθεκτική, που το
θύμα της σε λίγο δε θα μπορούσε να κουνηθεί στο παραμικρό.
Η παγίδα είχε στηθεί...
Με την πρώτη αναλαμπή του Σεληνιακού φωτός, το τοπίο στην
Εδέμ άλλαξε δραματικά. Το βασίλειο του ήλιου αποσύρθηκε,
δίνοντας το σκήπτρο σε εκείνη την πολύχρωμη, ξελογιάστρα
πόρνη, που τα κλάματά της συγκινούσαν ακόμη και τον πιο
άξιο πολεμιστή. Κοντά στην πανάρχαια βελανιδιά, τα βήματά
της ακούστηκαν σιγανά, απαλά, καθώς έσερνε πίσω της την
τεράστια ασημένια της ουρά, γεμάτη φολίδες φωτιάς και
αγκάθια πάγου, έτοιμα να σκίσουν στο λεπτό το δέρμα κάθε
ζωντανού όντος μέσα στην Εδέμ.
Τον πλησίασε αργά, ήρεμα, προσεχτικά, με τη χιλιόχρονη
γνώση ενός δαίμονα, που τα πάθη των Θεών και των ανθρώπων
του έχουν χαρίσει τον πόνο, αλλά και τη σοφία και την
αγάπη των μυστηρίων, που τόσοι άνθρωποι για αμέτρητους
αιώνες προσπαθούσαν να προσεγγίσουν κάνοντας τάματα και
προσευχές. Όχι, αυτή είχε ζήσει τα πάθη αυτά και το
κορμί της ήταν τώρα στιγματισμένο από αναμνήσεις άπειρες,
φωτιές και πάγους, που η επαφή τους με το δέρμα της την
έκαναν να πονά αβάσταχτα, αλλά και να νιώθει με όλο της
το είναι τη γλυκόπικρη γεύση της αληθινής ζωής...
Τον πλησίασε με πόνο, σοφία και αγάπη.
Βρέθηκε πίσω του, ενώ ο Αδάμ μισοκοιμισμένος και ανυποψίαστος
ένιωθε την ανάμεικτη αίσθηση ενός κύματος δροσιάς και ενός
κύματος ζέστης, που έκανε τις μικρές τριχίτσες στον
εκτεθειμένο του σβέρκο να ανατριχιάζουν ανεξέλεγκτα.
Τον πλησίασε και η αρχαία, θηλυκή της πνοή ξεγέλασε τις
αισθήσεις του και αποτελείωσε έτσι το έργο που είχε αρχίσει
ο αραχνοΰφαντος ιστός, αφήνοντας πλέον τον αιχμάλωτο
στα χέρια της, στο έλεός της...
Απαλά, τα δάχτυλά της παραμέρισαν το πυκνό, πλούσιο μαλλί του
και αποκάλυψαν το σημείο του πόθου της: Ένα σημείο, λίγο κάτω
από το αφτί, και ανεπαίσθητα πίσω από το λοβό. Ένα σημείο, που
σε ένα όνειρο είχε ακολουθήσει, εξερευνήσει και τελικά
σημαδέψει, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, για να επιτεθεί
τελειωτικά στο αγαπημένο θύμα της.
Μια τελευταία ανάσα, τα νύχια της τραβήχτηκαν προς τα έξω,
οι κόρες των ματιών της διαστάλθηκαν απότομα και κίτρινο φως
ξεχύθηκε από μέσα τους. Το φιδίσιο κορμί της τεντώθηκε σαν
τόξο και μέσα από χείλη, που είχαν τη γεύση της φωτιάς και
το άρωμα φύλλων πεσμένων σε κατασκότεινο δάσος, τα δόντια της
ετοιμάστηκαν να δώσουν το μοιραίο φιλί.
Αλίμονο όμως. Ο Αδάμ, μέσα στον ύπνο του την υποψιάστηκε.
Σαν γενναίος πολεμιστής, που τα δεσμά δεν συγκράτησαν ποτέ την
άγρια ορμή του, με μια κίνηση έσχισε τα αραχνοΰφαντα μάγια,
έπιασε τη σκοτεινή φιγούρα από τους καρπούς και πριν προλάβει
εκείνη να τον τελειώσει, της κάρφωσε με δύναμη ένα ασημένιο
ξίφος στην καρδιά.
Η λίλιθ, νεκρή, ματωμένη, κείται τώρα στο χώμα μπροστά του.
Αυτός, ο Αδάμ, ένας βασιλιάς, την κοιτά και δακρύζει. Δακρύζει,
γιατί σκοτώνοντας τη λίλιθ, καρφώνοντας την καρδιά της, πλέον
την αναγνωρίζει, αναγνωρίζει το σκοπό της...
Είναι όμως αργά πια. Ο τόπος που εκείνη ταξιδεύει τώρα είναι
πολύ μακριά και ο δρόμος έχει θαφτεί στη λησμονιά. Έφυγε σαν
άνεμος, που η ανεπαίσθητη πνοή του, κάνει τα πέπλα της νύχτας
να αναριγήσουν, κάνει τη Σελήνη να παραδοθεί στο πεπρωμένο της,
και τον Αδάμ - βασιλιά να βασιλεύει, πλέον χωρίς το κομμάτι
της καρδιάς της λίλιθ, που λιώνοντας, πήρε μαζί της όλο τον
πόνο, αλλά και όλη τη μαγεία και της δικής του ύπαρξης...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment