Monday, August 6, 2007

Το πουλί και το δέντρο

Κάποτε ένα σπάνιο πουλί γεννήθηκε στο κλαδί ενός δέντρου
μέσα σε ένα μεγάλο δάσος. Θυμάται ακόμη, έστω και αμυδρά
τη στιγμή, που ένας μεγάλος αέρας κούνησε με δύναμη τα
κλαδιά εκείνου του δέντρου, και εκείνο έπεσε στο χώμα...

Ήταν νύχτα και είχε μόνο τα αστέρια του ουρανού, που μέσα
από τα παχιά φυλλώματα έστελναν μια αχνή αντάυγεια μέχρι
το χώμα, πάνω στο οποίο το άτυχο πουλί προσπαθούσε να κάνει
τα πρώτα του βήματα...

Ήταν νύχτα και φύσαγε, κανένας δε μπορούσε να ακούσει το
κλάμα του, τις σπαρακτικές του κραυγές για βοήθεια. Έβρεχε
και η μυρωδιά των αγαπημένων κλαδιών χάνονταν τώρα μέσα
σε σταγόνες δροσιάς που μοίραζαν το άρωμά τους ολόγυρα...

Το σπάνιο πουλί περπάτησε και περπάτησε ώρα πολύ. Η νύχτα
έγινε μέρα, το δάσος τελείωσε και το πουλί είχε πλέον μεγαλώσει.
Περιπλανήθηκε σε κάμπους και κοιλάδες, δοκίμασε τα φτερά του
και πέταξε σε τόπους μακρινούς με όλους τους τρόπους.

Γνώρισε άλλα πουλιά, μπήκε στα σμήνη τους και ζούσε την
πουλένια του ζωή. Όμως ποτέ δεν ξέχασε εκείνο το κλαδί, που
του έδειξε την πρώτη εικόνα της ζωής του, εκείνο το μαγικό
δέντρο με την ξεχωριστή μυρωδιά που κάποιες στιγμές το
καλούσε κοντά του να επιστρέψει...

Πέρασαν χρόνια από τότε. Το πουλί πέταγε σε ολοκαίνουργιους
τόπους, μα ποτέ δεν ξεχνούσε το δέντρο, όπου γεννήθηκε.
Σε κάθε δάσος που συναντούσε, σε κάθε κλαδί όπου στεκότανε
αναζητούσε κάποιο σημάδι, που να του έδειχνε το δρόμο προς
το δέντρο εκείνο...

Με το πέρασμα του χρόνου το πουλί ένιωθε ένα ολοένα και
μεγαλύτερο βάρος στην καρδιά του. Ήταν πλέον έτοιμο να πεθάνει,
όταν η αγαπημένη του μυρωδιά πλανήθηκε στον αέρα. Ένα σμήνος
πουλιών στον ουρανό κουβαλούσε κλαδάκια από κάποιο δέντρο.

Το πουλί ένιωσε την προέλευση των κλαδιών εκείνων και τίναξε
για μια τελευταία φορά τα φτερά του. Πλησίασε το σμήνος και
ζήτησε στα πουλιά να του δείξουν το δέντρο, από το οποίο
προέρχονταν τα κλαδάκια που κρατούσαν.

Ο αρχηγός του σμήνους του έδειξε ένα σημείο μακριά στον
ορίζοντα:

Να ήταν μέρα; Να ήταν νύχτα; Η κόκκινη αντάυγεια ενός
αλλιώτικου ήλιου φαινόταν να ξεπροβάλει από το αγαπημένο
σημείο. Το σπάνιο πουλί πέταξε, έσκισε τους ουρανούς και
έφτασε επιτέλους εκεί...

Τα μακριά φτερά του, καψαλισμένα. Το μικρό του κορμάκι
άψυχο, ένα κουβάρι ανάμεσα σε κάρβουνα. Στα μάτια του, αν
μπορούσες να δεις, θα έβλεπες ένα βλέμμα που συνδύαζε
την απόλυτη χαρά και την απόλυτη θλίψη...

No comments:

Post a Comment