Κοίτα! το σπίτι στο χωριό, το παλαιό.
Πάνω στους πέτρινους τοίχους του, ξύλινα παράθυρα,
βαμμένα πράσινα και βυσσινί, παράθυρα ξεφλουδισμένα
και επιδιορθωμένα με πόσους αυτοσχέδιους τρόπους!
Κοίτα, τα τζάμια με τα πηχάκια, τα πρεβάζια με
τη σκόνη από το κοκκινόχωμα και τις πευκοβελόνες.
Κοίτα! το σπίτι στο χωριό, το παλαιό.
Πάνω στους τοίχους, τους σκληρούς από την πέτρα,
τους πρόχειρα και ανώμαλα σοβαντισμένους
και περασμένους με ασβέστη, που η κάπνα του τζακιού
μαυρίζει, είτε κάτω, είτε πάνω- πάνω στη στέγη.
Κοίτα τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους,
τις ασπρόμαυρες, το εικονοστάσι της γιαγιάς με τις
παλιές, χάρτινες, μαυρισμένες από το κερί εικόνες,
τη στενή, αλλά λειτουργική κουζίνα με το γκαζάκι,
το ντιβάνι το παλιό με την κουρελού και τις κουβέρτες,
το παλιό, ξεχαρβαλωμένο από τη χρήση τραπέζι.
Κοίτα εκείνη τη συλλογή από παράξενα, παλαιά αντικείμενα,
πάνω στο πάτωμα, μέσα στις ντουλάπες και τα συρτάρια,
αντικείμενα χρήσεων περασμένων και τώρα πεθαμένων,
καλημένων με σκόνη, ιδρώτα και λάδι από τα χέρια
των ανθρώπων που κάποτε τα χρησιμοποιούσαν.
Κοίτα! το σπίτι στο χωριό, το παλαιό.
Με τον μικρούτσικο κήπο, την καρέκλα του παππού,
τις γλάστρες - τενεκέδες με τα γεράνια, τα παρτέρια,
τις ντοματιές, τις πιπεριές, τα μικρά δρομάκια,
τις κατσίκες, τις κότες, τη μαύρη κατσίκα τη "Μαρία".
Κοίτα! Κοίτα πιο πέρα από το σπίτι στο χωριό το παλαιό.
Κοίτα το δάσος, το καταπράσινο δάσος, το αρχαίο, το αγνό,
το άγριο, το αδάμαστο, το περήφανο, το τόσο τρομαχτικό
τα βράδια, όταν τα δέντρα του μπορεί για πεθαμένων τα
φαντάσματα να δεις, καθώς η ανάγκη σου εκεί σε φέρνει.
Κοίτα! Πέρα από το δάσος το βουνό, το καταπράσινο,
το ζωντανό, το ζωογόνο, το σοφό, το απέραντο,
με πεύκα, έλατα, βράχους, πέτρες, μανιτάρια,
μυστικές ανεξερεύνητες πλαγιές και σπηλιές,
με ήχους τιτιβίσματος από πουλιά και άλλα είδη,
φανερά και κρυφά σε μυστική αρμονία μέσα στο δάσος.
Κοίτα! Προσκύνησε και χαιρέτησέ τα για πάντα!
Κάτω στα χόρτα, μέσα σε ένα πράσινο κήπο μια κοπέλα
κοιμάται. Είναι μόνη της. Από τη μισάνοιχτη πόρτα
βλέπει τον τρελό να έρχεται κοντά της. Ξαπλωμένη όπως
είναι, μισοκοιμισμένη, θυμάται και χαίρεται, αναγνωρίζοντας
τον "φίλο" των παιδικών της χρόνων, ένα μικρό αγόρι,
αγνό και άδολο.
Πέρασαν χρόνια από τότε, άκουσε πολλές ιστορίες
για αυτόν, ιστορίες τρομαχτικές, σοκαριστικές και βίαιες.
Ποιος ξέρει πόση αλήθεια και πόσο μύθο κρύβανε
εκείνες οι ιστορίες;
Έρχεται σιγανά από πίσω της, την πλησιάζει και ξαπλώνει
πλάι της. Νιώθει το σώμα του να την αγγίζει και
ανατριχιάζει, αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί, δε μπορεί
να τον διώξει, δε μπορεί να φωνάξει για βοήθεια,
ανίκανη να αντισταθεί σε οτιδήποτε συμβαίνει εκεί.
Ο τρελός, ντυμένος με μια κατάμαυρη κάπα, βρίσκεται
ακόμη εκεί, δίπλα της, να την αγγίζει. Κι αυτή,
φοβισμένη, τρομοκρατημένη, να τον κοιτά με τον ιδρώτα της
να τρέχει, με την ανάσα της να κόβεται, ακίνητη.
Ο τρελός, ντυμένος με μια κατάμαυρη κάπα, τη σκεπάζει.
Τη σκεπάζει και την τυλίγει στο σκοτάδι. Πριν κλείσει
τα μάτια της, σκέφτεται και νιώθει γύρω της
τα χόρτα από τον πράσινο κήπο, τα δέντρα, το σπίτι
στο χωριό το παλαιό, το δάσος, το βουνό.
Σκέφτεται ότι δε θα τα ξαναδεί ποτέ πια!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment