Friday, July 20, 2007

Η φτωχειά η κλειδαρού

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια κλειδαρού πολύ φτωχειά η καημένη.
Περπάταγε κάθε μέρα και κάθε νύχτα κρατώντας πάνω της ένα παλιό, σιδερένιο κλειδί
πολύ μα πολύ βαρύ!

Με το παλίο, βαρύ, σιδερένιο της κλειδί η κλειδαρού περπατούσε στους δρόμους
και δοκίμαζε όλες τις πόρτες για να ανοίξει, να μπει μέσα σε κάποιο σπίτι,
γιατί έκανε πολύ κρύο!

Δοκίμαζε, δοκίμαζε η κλειδαρού, μα τίποτε! Το κλειδί της δεν ταίριαζε με καμμία
πόρτα από αυτές που συναντούσε στα παγωμένα, στενά δρομάκια που τριγύρναγε η άμοιρη!

Πήγαινε λοιπόν κάπου κάπου και παρακαλούσε η κλειδαρού κανένανε φτωχό σιδερά να της τροχίσει
λίγο το κλειδί, μπας και καταφέρει να ανοίξει επιτέλους κάποια πόρτα...

Με το τρόχισμα το κλειδί γινόταν ολοένα και πιό λεπτό, πιό παράξενο,
αποκτούσε σιγά - σιγά ένα πολύ ιδιαίτερο σχήμα, δύσκολο να καταλάβεις αν σου άρεσε ή όχι.

Το κλειδί της κλειδαρούς της καημένης, το παλιό, το βαρύ, το σιδερένιο, το είχε
από τότε που γεννήθηκε, της το κληρονόμησε μια "μοίρα", που ήρθε και στάθηκε
δίπλα στην κούνια της και την ώρα που της το κρέμαγε πάνω της χασκογελούσε με νόημα...

Μα αυτό πιά δεν το θυμότανε η κλειδαρού, παρά μόνο θυμότανε ότι το κλειδί της,
που πάντα έπρεπε να κουβαλά μαζί της ήτανε πάντα πολύ, μα πολύ βαρύ!

Και περπάταγε η κλειδαρού και περπάταγε, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε τις πόρτες, αλλά τίποτε!

Μια μέρα η κλειδαρού, που καθόταν παγωμένη, απογοητευμένη και καμπουριασμένη στην άκρη του δρόμου
ένιωσε ένα χέρι να τη σκουντά στο σβέρκο. Ήταν μια νέα, όμορφη κοπέλα και της χαμογελούσε!

Της ζήτησε το κλειδί και της πρόσφερε ως αντάλλαγμα μια αρμαθιά κλειδιά, καινούργια και
πιό ελαφριά. Σίγουρα, σκέφτηκε η κλειδαρού, με τόσα κλειδιά (που είναι και ελαφριά),
όλο και κάποια πόρτα θα βρω μπροστά μου και θα καταφέρω να ανοίξω, να τρυπώσω κάπου κι εγώ.

Κι ετοιμάστηκε να ανταλλάξει το παλιό, σιδερένιο, βαρύ κλειδί της. Μα την ίδια στιγμή που
έβγαζε από το λαιμό της την αλυσίδα με το κλειδί, μια γριά κακοντυμένη και άσχημη εμφανίστηκε
από το πουθενά και είχε το βλέμμα της κάτι το παράξενο και οικείο, κάτι που η κλειδαρού
θα ορκιζόταν ότι κάποτε, κάπως το είχε ξαναδεί.

Η γριά της αποκάλυψε τότε την ταυτότητά της: Ήταν εκείνη, η ίδια η "μοίρα", που όταν ήταν
η κλειδαρού ένα νεογέννητο μωρό, της είχε χαρίσει το κλειδί. Της εξήγησε ότι ο κάθε άνθρωπος
δικαιούται στη ζωή ένα κλειδί, το δικό του κλειδί και ότι αυτό το κλειδί, που μπορεί να
φαινόταν βαρύ και άχρηστο, ήταν ουσιαστικά το κλειδί, που θα άνοιγε όχι οποιαδήποτε άλλη πόρτα,
αλλά συγκεκριμένα αυτήν την πόρτα, που θα οδηγούσε τον άνθρωπο στο πραγματικά δικό του σπίτι!

Και είπε η "μοίρα" ακόμη στην κλειδαρού, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό το κλειδί είτε
το χάνουν, είτε το παρατάνε κάπου, γιατί το βάρος του και η φαινομενική του αχρηστία τους
ξεγελά...

Αν νιώθεις ότι το δικό σου το κλειδί είναι βαρύ, είναι παλίο, είναι άχρηστο, μην το πετάξεις!
Κράτα το μαζί σου πάντα! Σε κάθε ευκαιρία που θα βρίσκεις μπροστά σου, προσπάθησε να το τροχίζεις,
να το λεπταίνεις, να του δίνεις ένα πιό ιδιαίτερο σχήμα! Κράτα αυτά τα λόγια και βάλτα στην
καρδιά σου! Σε κάθε δύσκολη στιγμή να θυμάσαι ότι για όλα τα κλειδιά του κόσμου δεν αξίζει
να πετάξεις το δικό σου κλειδί. Γιατί μόνο αυτό το κλειδί μπορεί να ανοίξει για σένα την
πόρτα του δικού σου, αληθινού σου σπιτιού...

με άπειρη αγάπη

No comments:

Post a Comment