Saturday, July 7, 2007

Ο λύκος και το γεράκι

Τα πολύ παλιά τα χρόνια έλεγε ο μύθος ότι το γεράκι και ο λύκος ήταν φίλοι.
Ο λύκος κυρίαρχος της γης, το γεράκι κυρίαρχος των ουρανών, μοίραζαν στα δύο
το τρόπαιο της νίκης και ζούσαν μαζί, συντροφικά με αμοιβαίο σεβασμό.

Σήμερα όμως δεν υπάρχουν ούτε λύκοι, ούτε γεράκια, παρά μόνο ξιπασμένοι λυκάνθρωποι
και ανθρώποι - πουλιά, που αναζητούν και παλεύουν για το όνειρο, να πετάξουν και
πάλι ελεύθερα στους ουρανούς, που τόσο αγαπούν.

Ένα βράδυ, ένας τέτοιος εξυπνάκιας λυκάνθρωπος συνάντησε έναν ρομαντικό άνθρωπο - πουλί
και έπιασε μαζί του συζήτηση.

Ο λυκάνθρωπος, ντυμένος τα ακριβά ρούχα του ρεαλισμού,
μέσα σε ένα κόσμο υλικών αγαθών, χρημάτων, πτυχίων και βραβείων από την κοινωνία που
τον θαύμαζε ένιωθε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για τον εαυτό του. Καμάρωνε περίφανα για
το γκρίζο του τρίχωμα, σημάδι πείρας και γνώσης, για τα καλογυαλισμένα του νύχια,
το φροντισμένο και χορτασμένο του σώμα, από τις απολαύσεις που έπαιρνε από τον κόσμο...

Ο άνθρωπος - πουλί, με τα λίγο σκονισμένα, κάπως τσαλαπατημένα, ίσως και λίγο αδύναμα
φτερά, από τις πολλές αποτυχημένες προσπάθειές του να πετάξει ψηλά, (αυτή η πόλη με τα
χιλιάδες ψηλά κτίρια, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο δεν άφηναν σχεδόν κανένα άδειο,
φιλόξενο σημείο να δοκιμάσει ο άνθρωπος - πουλί, να δυναμώσει και να αναπτύξει τα φτερά του)
κοίταζε με μια διστακτική ελπίδα στα μάτια προς τον ουρανό, που τόσο πολύ επιθυμούσε...

Ο λυκάνθρωπος ορθώθηκε. Πήρε ύφος 45 καρδιναλίων, έβηξε, κάθησε άνετα και σοβαρά και
άρχισε το κύριγμα στον άνθρωπο - πουλί. Εν ολίγεις, του περιέγραψε ρεαλιστικά και λογικά
την κατάσταση σχετικά με τα κτίρια, την έλλειψη άδειων και φιλόξενων σημείων στην πόλη
και ζήτησε στον άνθρωπο - πουλί να συμβιβαστεί. Να κόψει τα φτερά του, να πάψει να ονειρεύεται
τους ουρανούς, να δει την πραγματικότητα όπως έχει. Του είπε ότι κανείς σε αυτή την πόλη
δεν ενδιαφέρεται για ανθρώπους - πουλιά και ότι αυτό θα έπρεπε να το βάλει καλά στο μυαλό του,
γιατί αλλιώς θα ήταν δυστυχισμένος μέσα στα ρομαντικά του όνειρα για τους ουρανούς.
Του είπε ακομη ότι έτσι όπως είχαν τα πράγματα, αφού ο άνθρωπος - πουλί δε μπορούσε σε καμμία
περίπτωση να γίνει κι αυτός ένας επιτυχημένος λυκάνθρωπος, τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο
θα μπορούσε ταπεινά και μέτρια να ζήσει μια ζωή καθώς πρέπει...

Ο άνθρωπος - πουλί ένιωσε μια πέτρα να του πλακώνει την καρδιά. Κοίταξε ψηλά, προς τους ουρανούς,
που τόσο αγαπούσε, που τόσο πολύ ποθούσε και του φάνηκαν ξαφνικά πολύ, μα πολύ μακριά...
Κοίταξε τα φτερά του, που αν και τσαλαπατημένα, σκονισμένα και λίγο αδύναμα, ήταν ωστόσο τα
δικά του, αγαπημένα και πιστά φτερά και τα είδε να μαραίνονται...

Ο λυκάνθρωπος τον κοίταξε με ένα ύφος περισπούδαστης κατανόησης, κούνησε αργά το κεφάλι του
και κίνησε να φύγει. Είχε να πάει σε κάποιο σημαντικό ραντεβού, σε κάποιο γραφείο, μέσα σε
ένα πανίψηλο κτίριο, για να παραλάβει ένα νέο, σπουδαίο βραβείο, που θα τον έκανε ακόμη πιό
σημαντικό. Ένιωθε και ένα παράξενο είδος ικανοποίησης από το γεγονός ότι δίδαξε στον
άνθρωπο - πουλί ένα πολύτιμο μάθημα για τη ζωή!

Ο άνθρωπος - πουλί καθόταν σκυφτός, στενοχωρημένος, σαν παγωμένος, σαν μαγεμένος και πετρωμένος.
Σκεφτόταν τα λόγια του λυκάνθρωπου, κοιτούσε τον ουρανό και απελπιζόταν. Μήπως έπρεπε τελικά
να σκεφτεί σοβαρά αυτά που άκουσε και να παρατήσει τα ανόητα, τα ρομαντικά του όνειρα;

Ο άνθρωπος - πουλί έμεινε σε ετούτη την κατάσταση για ώρες. Δάκρια δεν κυλούσαν από τα μάτια του,
ούτε ένα ίχνος πόνου δε φαινόταν στο βλέμμα του. Παρά μόνο η αδιόρατη λάμψη ενός θυμού. Ενός
θυμού τόσο δυνατού, τόσο έντονου, που ο άνθρωπος - πουλί, χωρίς να το καταλάβει, στεκόταν τώρα
όρθιος, σε λίγα λεπτά περπατούσε και τα βήματά του γίνονταν ολοένα και πιό γρήγορα. Ο άνθρωπος - πουλί
άρχισε να τρέχει, να τρέχει όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που το χώμα κάτω από τα πόδια του λες και
σταμάτησε να υπάρχει. Ο άνθρωπος - πουλί σε μια στιγμή, κοίταξε προς τα κάτω και αντίκρισε
έκπληκτος τη γη, χιλιάδες μέτρα μακριά. Ο καταγάλανος ουρανός, ο αγαπημένος και ονειρεμένος του
ουρανός ήταν ολόγυρά του και τότε ο άνθρωπος - πουλί τίναξε περίφανα τα μεγάλα, δυνατά, χρυσά
φτερά του, χαμογελώντας προς τον ήλιο...

1 comment:

  1. Κι όταν κουραστείς να πετάς δεν θα βρεις τόπο να σταθείς να ξαποστάσεις, τα κάψανε όλα βλέπεις και πολύ φοβάμαι ότι θα καταλήξεις στα νύχια του λυκάνθρωπου.
    Όχι, ο monahikoslikos δεν έχει σχέση με το είδος των λυκάνθρωπων.

    ReplyDelete