Sunday, October 7, 2007

Η 1002η μέρα

Όταν ο Σουλτάνος ξύπνησε εκείνη τη μέρα και αντίκρισε
την αγαπημένη του Σεχραζάντ να κείται νεκρή, δίπλα του
στο κρεββάτι, ένιωσε μια δυνατή μαχαιριά να του τρυπά
την καρδιά. Ωστόσο, από όσο μπορούσε να θυμηθεί, τα
γεγονότα που εξελίχθηκαν την προηγούμενη νύχτα, την
1001η νύχτα του έρωτά τους, δεν έφερναν κάποιον οιωνό,
κάποιο σημάδι τέτοιο, που να προεικάζει την τραγική
κατάληξη της αγαπημένης του αιχμάλωτης στο πλευρό του.

Ο ίδιος, ευχαριστημένος και πάλι για μια ακόμη φορά
από τις υπηρεσίες και τη διήγηση της λατρεμένης του
σκλάβας, την είχε αγκαλιάσει και γλυκοφιλήσει αρκετές
φορές πριν το μουντό πέπλο του ύπνου απλωθεί και
μουδιάσει τις αισθήσεις του, πριν αφεθεί στην κυριαρχία
του Μορφέα και της Λίλιθ, των φυλάκων του ονειρικού του
κόσμου. Η Σεχραζάντ ξαπλωμένη δίπλα του, χαμογελαστή
και μυστήρια όπως πάντα, του σιγομουρμούριζε στο αφτί
λόγια αγάπης και αφοσίωσης, παρατείνοντας το ευτυχές
τέλος ακόμη μιας ιστορίας, από τις χιλιάδες, που εδώ και
καιρό ύφαινε το μυαλό της για τον αγαπημένο της Αφέντη,
μια πράξη, που ποιος ξέρει αν ήταν το αποτέλεσμα της
απεριόριστης λατρείας της για Αυτόν, ή η ανάγκη της
να ξεφύγει από την τρομερή μοίρα, που περίμενε στο
τέλος της νύχτας κάθε σκλαβωμένη που προηγήθηκε.

Με τα μάτια κλειστά, το άψυχο κορμί της δίπλα του είχε
κάτι το αμετάκλητα ονειρικό, σαν μια αύρα διάφανου
χρώματος, που απλώνονταν σαν σύννεφο στην επιφάνειά του
και έμοιαζε να αιωρείται στην ατμόσφαιρα λίγες στιγμές
πριν οι ανταύγειες του ενωθούν με τις φωτεινές αχτίδες
του ήλιου για να ταξιδέψουν μαζί στη χώρα της λήθης. Στα χείλη
της σχηματίζονταν η υποψία ενός αδιόρατου χαμόγελου, που
ανέδειδε μια αύρα αρμονίας και ειρήνης, αλλά που ωστόσο
κρατούσε καλά φυλαγμένο το μυστικό της τελευταίας της
σκέψης πριν εκείνη φύγει... Ήταν άραγε ευχαριστημένη που
λυτρώθηκε από Εκείνον, ή η μακαριότητά της οφείλονταν
στην ευδαιμονία του να υπάρχει μέχρι το τέλος της μαζί του,
πλαγιασμένη στο πλευρό του Άντρα, που είχε αγαπήσει και
δεχτεί μέχρι την τελευταία κρυφή και σκοτεινή πτυχή της
αιώνιας ψυχής της;

Εκείνος, ο παντοδύναμος Σουλτάνος, κοίταζε δίπλα του τη
νεκρή αγαπημένη και αναρρωτιόταν. Η κοινή ζωή τους πέρασε
σαν αστραπή από τα μάτια του και οι στιγμές που έζησαν
τον κατέκλυσαν με ορμή χείμαρρου, ενώ από τα βάθη της
δικής του ύπαρξης ένα ουρλιαχτό αβάστακτου πόνου αγωνιούσε
να βρει διέξοδο, να εκφραστεί ως αντίβαρο, μάταια όμως,
αφού η ειρηνική σιωπή της σκηνής διατηρούσε στο χώρο μια
πνοή ιερής ακινησίας, που έκανε τον ίδιο ανίκανο να νιώσει,
να εκφράσει, να πράξει το οτιδήποτε. Καθισμένος ακίνητος
στο πλάι της, την κοίταζε ξανά και ξανά, σαν ο χρόνος να
είχε σταματήσει για αυτόν, για εκείνη, για όλο τον κόσμο.

Η Σεχραζάντ, τώρα ένα άυλο πνεύμα, μια βροχή από λευκές σταγόνες,
έπεσε μαλακά και γλυκά πάνω του, κατακλύζοντας τα κύτταρα του
κορμιού του, πλημμυρίζοντάς τα με την ακόμη αινιγματική και
διφορούμενη αύρα μιας σπάνιας αίσθησης, που ωστόσο έκανε τον
Αφέντη της να νιώσει μια πρωτόγνωρη ηρεμία και τη βεβαιότητα
ότι το πεπρωμένο είχε πλέον εκπληρωθεί για πάντα...

No comments:

Post a Comment