Tuesday, July 24, 2007

Το μυστικό μιας σκιάς...

Κοίταξε Ξένε! Και μην κουραστείς να κοιτάζεις, να βυθίζεσαι μέσα στο μαύρο της βάθος...
Κοίταξε Ξένε, όχι μόνο με τα μάτια του σώματός σου, αλλά και με τα μάτια της ψυχής σου, αν θέλεις
να μάθεις το μυστικό μιας σκιάς, που μια υπόσχεση την κρατά φυλακισμένη σε ενα μέρος μυστικό
και σκοτεινό, ένα μέρος μακριά πια από τα αδιάκριτα βλέμματα του εύκολου κόσμου, ένα μέρος,
όπου τα αγάλματα του είδους της σκιάς υπάρχουν και ζουν στη νύχτα, αλυσοδεμένα στα μάγια
της πέτρας, για να μην ενοχλούν το φως, να μην εμποδίζουν τα παιχνιδιάρικα σκέρτσα του...

Κοίτα προσεκτικά, βαθιά και πολύ, γιατί το άγαλμα που βλέπεις μπροστά σου, δεν είναι
πραγματικά μια πέτρα, αλλά μια πνοή Ζωής και Φωτιάς, τυλιγμένη στο σκοτάδι και σκεπασμένη
από μάρμαρο...

Η σκιά δεν ήταν πάντα έτσι. Η ιστορία της ίσως σου φανεί λυπητερή, ίσως και υπερβολική, μπορεί
να σε κάνει να νιώσεις φόβο, τρόμο, να σηκώσεις τους ώμους και να φύγεις από εκείνο το μέρος,
που ίσως άθελά σου βρέθηκες, αφήνοντας πίσω σου κάτι, που κάποτε θα θυμάσαι σαν ένα παράξενο όνειρο,
μια φαντασία, γέννημα του μυαλού σου...

Μέσα σε ένα κόσμο φωτός, μια ηλιαχτίδα κούνησε απαλά το κεφάλι της και σηκώθηκε πάνω.
Ήταν η σειρά της. Σήμερα αυτή θα χόρευε το χορό του Ήλιου και σίγουρα κάποιος ηλιακός καβαλάρης
θα την ξεχώριζε, θα την έπαιρνε και θα την έβαζε στην όμορφη στολή του, για να τον συνοδεύει
για πάντα στα περιπετειώδη και ηρωικά ταξίδια του.

Η όμορφη και γελαστή ηλιαχτίδα σηκώθηκε, υποκλίθηκε αθώα και ξεκίνησε το χορό της.
Και όλο χάρη χόρευε και το έδαφος που πατούσε τα πόδια της γέμιζε ιριδισμούς αλλόκοτου χρώματος,
και ο αέρας, που σάλευε γύρω της σκόρπιζε τις αντάυγιες από τα ολόχρυσα μαλλιά της πιό πέρα,
πιό μακριά, όσο έφτανε το μάτι σου.

και χόρευε τόσο όμορφα η ηλιαχτίδα, που ο Ήλιος ποτέ δεν είχε ξαναδεί άλλη κόρη του να την ξεπερνά.
Και έτσι την κάλεσε κοντά του και την τίμησε με το μεγαλύτερο βραβείο όλων των εποχών και των κόσμων:
Της έδωσε την ικανότητα να σκέφτεται και να νιώθει όσα περνούσαν μέσα από τις καρδιές και τα μυαλά
των ανθρώπων του βασιλείου του.

Και τότε η ηλιαχτίδα άνοιξε τα μάτια της.
Και αντίκρισε μπροστά της, όχι τον ηλιακό καβαλάρη, που περίμενε ανέμελα και αθώα, αλλά πολλά
μάτια δυστυχισμένα, πολλές καρδιές ματωμένες και μυαλά φυλακισμένα με χοντρές σιδερένιες αλυσίδες.
Και η ηλιαχτίδα λυπήθηκε και φοβήθηκε συνάμα, γιατί δεν ήταν προετοιμασμένη και συνηθισμένη
να βλέπει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, αλλά μόνο ως ακτίδες φωτός, ντυμένες σε νεραϊδένια πέπλα
και ηλιακούς καβαλάρηδες μέσα σε όμορφες στολές.

Σταμάτησε να χορεύει και έμεινε εκεί στη μέση του κύκλου, ξαφνιασμένη, απελπισμένη και μόνη.
Ένιωσε ντροπή και θυμό, που την είχαν παραπλανήσει. Κοίταξε τα χέρια της, το σώμα της, τα μαλλιά της,
που τώρα είχαν χάσει πλέον το χρώμα και τη λάμψη τους και τα όμορφα πέπλα της έπεφταν άψυχα στο χώμα.
Κοίταξε ξανά γύρω της και δεν είδε τη μορφή της να καθρεφτίζεται σε κανένα πρόσωπο, κανένα χαμόγελο
δεν είχε σχηματιστεί στα χείλη κανενός ανθρώπου, που κάποτε αντίκρισε μια ηλιαχτίδα και τον χάιδεψε,
κανένα βλέμμα δε φαινόταν να καθρεφτίζει τους πολύχρωμους ιριδισμούς της...

Η ηλιαχτίδα ένιωσε πολύ άχρηστη, περιττή, ενοχλητική και λάθος. Ένιωσε υπερβολική, γιατί όλοι οι
άνθρωποι γύρω της δεν την αναγνώριζαν, αλλά την κοίταζαν παραξενεμένοι και τρομοκρατημένοι...

Δίπλα σε μια λίμνη, ένας αλλιώτικος άνθρωπος κοίταζε το νερό. Κοίταζε έντονα, με το βλέμμα του
καρφωμένο στο βυθό. Και είχε το βλέμμα του μια αύρα θλίψης, αναμεμειγμένης με ένα ίχνος παράξενης χαράς.
Κι έβλεπε στο βυθό της λίμνης ένα κατάμαυρο ουρανό, που τα μακρινό φως των αστεριών του ήταν αρκετό
για να τον κρατά κι αυτόν ζωντανό, δυνατό και αληθινό.
Ήταν ένας Μάγος, ένας από τους λίγους, που είχαν απομείνει αμόλυντοι πια, αλλά για πόσο ακόμη;

Η Ηλιαχτίδα τον αναγνώρισε και όπως ήταν φυσικό έτρεξε κοντά του...

Η Ηλιαχτίδα και ο Μάγος αλληλοκοιταχτήκανε και αναγνωριστήκανε. Τότε αυτή έλαμψε για μια τελευταία φορά
στο μέτωπό του και αυτός την πήρε μέσα από τα μάτια του και τη μετέφερε στον κόσμο του ονείρου.
Ζήσανε μαζί για επτά χρόνια, επτά μήνες, επτά μέρες και επτά ώρες και ο Μάγος την δίδαξε την τέχνη της
Φωτιάς, που ήταν μια πανάρχαια και μυστική τέχνη, που χάριζε στις κόρες του φωτός την παντοδυναμία τους
και στο τέλος την αποχαιρέτησε. Φεύγοντας η Ηλιαχτίδα άκουσε το Μάγο να της εύχεται καλό δρόμο
και να τη συμβουλεύει να θυμάται πάντα το δώρο της Φωτιάς, γιατί κάποτε, της υποσχέθηκε, θα ερχόταν η στιγμή
να το χρησιμοποιήσει...

Η Ηλιαχτίδα γύρισε πίσω το κεφάλι της και αντίκρισε ένα σύννεφο. Ο Μάγος είχε εξαφανιστεί.

Η Ηλιαχτίδα σκίστηκε στα δύο. Έκρυψε μέσα της το δώρο της Φωτιάς και ντύθηκε με γκρίζα πέπλα. Έμαθε
να κρύβει καλά τη φωτιά αυτή, έτσι ώστε κανένας στο δρόμο της να μη μπορεί να την ανακαλύψει. Δε
δυσκολεύτηκε και τόσο, γιατί οι άνθρωποι γύρω της φαίνεται κοιτούσαν μόνο το εξωτερικό και κανένας δεν
μπορούσε να υποψιαστεί το τι κρυβόταν κάτω από τα γκρίζα φορέματα εκείνου του αλλόκοτου πλάσματος...

Και όταν πέρασε πολύς καιρός, η Ηλιαχτίδα γνώρισε το Τάγμα της Ντροπής, που ονόμαζε τη Φωτιά "διάβολο",
και μάθαινε τους ανθρώπους να φτιάχνουν όπλα για να τη σκοτώνουν...

Η Ηλιακτίδα φοβήθηκε, φοβήθηκε τόσο πολύ να μην της πάρουν τη Φωτιά και τη σκοτώσουν, που έγινε μια σκιά.
Μια σκιά τόσο πυκνή, τόσο μαύρη, που όποιος την πλησίαζε δε μπορούσε να δει εκεί, παρά μόνο την απουσία
του φωτός.

Κοίτα Ξένε! Κοίτα προσεχτικά και μη φοβάσαι να πλησιάσεις. Μη φοβάσαι, γιατί ο φόβος σου καθρεφτίζεται
στα μάτια της σκιάς και την παγώνει. Μη φοβάσαι γιατί ό,τι βρίσκεται εκεί, βρίσκεται φυλαγμένο για χρόνια
και έχει τη σοφία και τη δύναμη χιλιάδων αιώνων. Μην την κοιτάξεις εξεταστικά, ούτε και να προσπαθήσεις
να την ερμηνεύσεις, να την αξιολογήσεις με το νου, είναι πολύ νωρίς ακόμη και μπορεί να τα καταστρέψεις όλα!

Μόνο στάσου και κοίτα, και τα μάγια θα λυθούν. Η πέτρα θα λιώσει και η Φωτιά θα σε πάρει μαζί της...

No comments:

Post a Comment